Βλέποντας την σπουδαία ομώνυμη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, αναλογίζεται κανείς πως, τελικά, όντως «Όλα Είναι Δρόμος». Μεταφορικά, όπως άλλωστε συχνά λέγεται, η ίδια η ζωή είναι ένα ταξίδι, με τις χαρές τις πίκρες, τις αναποδιές και τις χαρμολύπες της. Αν, ωστόσο, κοιτάξουμε το ζήτημα κυριολεκτικά, οδηγούμαστε στο οδικό δίκτυο ως ένα ζωτικό στοιχείο του πολεοδομικού ιστού και της καθημερινότητας. Οι δρόμοι μας φέρνουν μια ανάσα πιο κοντά σε όλα όσα αγαπάμε και σε εκείνα για τα οποία αγωνιζόμαστε, ενώ είναι το κύριο δίκτυο μετακίνησης ανθρώπων και μεταφοράς αγαθών.
Πίσω, όμως, από τη λειτουργία -καλή ή κακή- των οδών και κόμβων που εξυπηρετούν τις μετακινήσεις μας κρύβονται χρονοβόρες και, ορισμένες φορές, επίπονες μελέτες βιωσιμότητας του έργου, μελέτες χάραξης οδών, αλλά κυρίως κυκλοφοριακές μελέτες. Σκάβοντας, λοιπόν, ακόμη πιο βαθιά μέσα στην πίσσα και τα διαβαθμισμένα αμμοχάλικα, δεν βρίσκουμε τίποτα άλλο, παρά τους ίδιους μας τους εαυτούς. Διότι όλα έχουν μια κοινή αρχή και ένα κοινό τέλος που δεν έγκειται στα υλικά οδοστρωσίας, μα στην ψυχολογία του χρήστη.
Το σύστημα μεταφορών, λοιπόν, είναι ανθρωποκεντρικό, με την έννοια ότι, για να λειτουργήσει βέλτιστα, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να γίνει εκτίμηση (estimation) της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δραστηριότητας: πώς επιδρά η δομή και αισθητική της οδού στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι οδηγοί, ποιες χρήσεις γης ελκύουν μετακινήσεις και πότε -γήπεδα, τουριστικά θέρετρα, χώρος εργασίας θα μπορούσαν να αποτελούν παραδείγματα. Η υλοποίηση της επιθυμίας για μετακινήσεις, και επομένως η εργασία του συγκοινωνιολόγου, είναι περισσότερο πολύτιμη από όσο νομίζουμε, καθώς η προσβασιμότητα (accessibility) όχι μόνο διευκολύνει την καθημερινή ζωή, αλλά έχει θετικό αντίκτυπο τόσο στην οικονομία, όσο και στην κοινωνία.
Η συμπεριφορά των μετακινούμενων και οι αποφάσεις που θα λάβουν στο δρόμο καθορίζονται κυρίως από τα εξής τέσσερα κριτήρια: Το κόστος και τον χρόνο μετακίνησης, έννοιες εγγενώς αλληλένδετες, αφού ο χρόνος εξισώνεται με χρήμα, και παράλληλα την ασφάλεια και την άνεση της μετακίνησης.
Προκειμένου να ικανοποιηθεί ένας βέλτιστος συνδυασμός των τεσσάρων κριτηρίων είναι κρίσιμο να χαρτογραφηθούν οι συνήθειες, απόψεις και προθέσεις των μετακινούμενων. Παραδείγματος χάριν, πως αυτοί επιλέγουν τη διαδρομή που θα ακολουθήσουν και με ποια κριτήρια διαλέγουν ποιο από τα διαθέσιμα μέσα θα χρησιμοποιήσουν είναι θέματα που απασχολούν ανέκαθεν τον συγκοινωνιολόγο μηχανικό. Γι’ αυτό, στη συγκοινωνιακή τεχνική χρησιμοποιείται το «Behavioural Modelling». Το «Behavioural Modelling» βασίζεται στην ανάλυση και μοντελοποίηση δεδομένων, τα οποία πηγάζουν από την συναισθηματική διαγωγή των μετακινούμενων. Παρ’ όλη, όμως, την σχετική τεχνική ευκολία της μεθόδου, κατά την διεξαγωγή της προκύπτουν προβληματικά ζητήματα -και μάλιστα άλυτα.
Αρχικά, η ανθρώπινη συμπεριφορά του μετακινούμενου είναι απρόβλεπτη, με αποτέλεσμα το μόνο που μπορεί τελικά να εκτελεστεί να είναι απλή εκτίμηση της ζήτησης ή της οποιαδήποτε ενέργειας του χρήστη ενός οδικού τμήματος ή κόμβου. Αυτό αυξάνει κατακόρυφα την αβεβαιότητα που εισάγεται στο μοντέλο, αφού, αν η εκτίμηση αποδειχθεί «κακή», το «κόστος» μιας λανθασμένης απόφασης κατά τον σχεδιασμό εκδηλώνεται σε ένα ή περισσότερα από τα τέσσερα κριτήρια. Επιπλέον, κάποιες φορές αποδεικνύεται δύσκολη η πρόσβαση σε δεδομένα, καθώς κρίνεται απαραίτητη η διασφάλιση της προστασίας προσωπικών δεδομένων, όπως αυτών που λαμβάνονται από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης ή το σήμα bluetooth των σύγχρονων οχημάτων.
Στη προσπάθεια, μερικής έστω, αντιμετώπισης των πολυσύνθετων προβλημάτων που ανήκουν στη σφαίρα της ψυχολογίας των μετακινούμενων, υπεισέρχεται ως αξιόπιστος αρωγός η επιχειρησιακή έρευνα. Κοινώς, τα ερωτηματολόγια που διατίθενται είτε σε φυσική μορφή είτε στο δρόμο, είτε διαδικτυακά και που σκοπό έχουν να ψυχαναλύσουν τους μετακινούμενους. Προκειμένου να διεξαχθεί ορθά η επιχειρησιακή έρευνα, αξιοποιούνται γνώσεις από την επιστήμη της ψυχολογίας. Κύρια πρόθεση σε αυτή την φαινομενικά απλή διαδικασία είναι η επίτευξη μιας παράδοξης ισορροπίας. Αφενός, οι ερωτήσεις πρέπει να παραμένουν σύντομες και κατανοητές, έτσι ώστε ο ερωτηθείς να μη νιώσει ότι πιέζεται ή ότι χρονοτριβεί σε κάτι ανούσιο. Αφετέρου τα ερωτήματα που τίθενται στους χρήστες πρέπει να είναι κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε οι αποφάσεις που θα ληφθούν ως αποτέλεσμα της επεξεργασίας των συλλεχθέντων δεδομένων να διασφαλίζουν τη βέλτιστη δυνατή λειτουργία του δικτύου ή κόμβου.
Κατά συνέπεια των παραπάνω, κατά τον σχεδιασμό μεταφορών ο συγκοινωνιολόγος καταλήγει σε μια βέλτιστη, ανάλογα με τις συνθήκες, αλλά ποτέ απόλυτη λύση. Οι δρόμοι, όπως και η επιστήμη μελέτης τους, είναι τόσο πολυσύνθετοι, όσο και η ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που τους χρησιμοποιούν. Η συμπεριφορά των ανθρώπων επηρεάζει τη λειτουργία του δικτύου, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το δίκτυο επηρεάζει τα συναισθήματα και τη στάση των χρηστών του ως προς το ίδιο. Καμία φορά, αυτή η αμφίδρομη σχέση που σφύζει από ζωντάνια είναι θετική και άλλες αρνητική. Κάποιες φορές σκορπά χαρά, συναντήσεις, ευκαιρίες και άλλες πόνο ή θάνατο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτή η σχέση δεν θα εκλείψει ποτέ, γιατί μέσα από αυτή κυριολεκτικά ταξιδεύουμε, προχωράμε και άρα ελπίζουμε.