Έξι γυναίκες. Μια σκηνή. Ένα άδειο θέατρο. Λίγες ώρες πριν ανοίξει η αυλαία της παράστασης «Βίλα (ο δρόμος που δεν πήραν)» του Guillermo Calderón, σε σκηνοθεσία της Λητούς Τριανταφυλλίδου. Μια παράσταση που αναφέρεται στη συλλογική συνείδηση, τη γυναικεία φύση, το τραύμα, την ανθρώπινη ιστορία και μνήμη. Οι συστάσεις γίνονται γρήγορα, ενώ η ανυπομονησία σταδιακά μεγαλώνει, καθώς ξετυλίγεται ολοένα και περισσότερο η συζήτηση. Τρεις υπέροχες γυναίκες, τρεις υπέροχες ηθοποιοί, η Νατάσα Εξηνταβελώνη, η Λίλα Μπακλέση και η Αγγελική Πασπαλιάρη, μας βοηθούν να κατανοήσουμε το έργο βαθύτερα, μέσα από τις σκέψεις τους πάνω σε αυτό, δίνοντας φιλοσοφικές προεκτάσεις και προσφέροντας περαιτέρω τροφή για σκέψη.
1.Tι σημαίνει το θέατρο για εσάς;
Νατάσα: Για μένα η τέχνη έχει τεράστιο εύρος και αυτό είναι το γοητευτικό και το ωραίο, οπότε εγώ το σκέφτομαι πιο απελευθερωτικά. Νομίζω ότι η ανάγκη μας να κάνουμε θέατρο συνάδει με την ανάγκη μας να λέμε ιστορίες.
Λίλα: Συμφωνώ. Εγώ θα προσθέσω σε αυτό ότι είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι στο θέατρο συμβαίνει κάτι και με το που τελειώνει η παράσταση… Πάει. Τελείωσε. Δεν ξανά γίνεται ποτέ. Και αυτό, σε συνδυασμό με το κοινό, μπορεί να δημιουργήσει κάθε φορά κάτι τελείως διαφορετικό και μοναδικό.
Αγγελική: Το θέατρο είναι για εμένα ένας τρόπος να υπάρχεις κάπως, για να αντέχεις σε αυτή τη ζωή. Φαντάζομαι το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται. Όσοι έρχονται να δουν μια παράσταση συμμετέχουν σε μία συνθήκη όπου κάτι εντελώς ψεύτικο λαμβάνει χώρα μπροστά τους, το γνωρίζουν, το γνωρίζουμε, αλλά και οι δύο πλευρές, με πολύ καλή θέληση, αποφασίζουμε ότι δεν θα πιστέψουμε ότι είναι ψεύτικο, θα πιστέψουμε ότι είναι αληθινό. Είναι ένας τρόπος διαλόγου -δεν είναι τυχαίο ότι το θέατρο είναι γέννημα της δημοκρατίας- οπότε αυτός ο ανοιχτός διάλογος που υπάρχει με το κοινό είναι και αυτό που εγώ λατρεύω κάθε φορά που βρίσκομαι πάνω στη σκηνή.
2.Ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν διαβάσατε για πρώτη φορά το κείμενο;
Λ: Εγώ πήρα τηλέφωνο και είπα “πότε ξεκινάμε;” (γελάει). Όχι, είχε μεγάλη σημασία το με ποιους θα ήμουν στην παράσταση και το ότι ήμασταν μαζί με τα κορίτσια ήταν μια ευτυχής συγκυρία.
Ν: Πάντως νομίζω ότι, επειδή στην αρχή το διαβάσαμε στα αγγλικά, χωρίς τη μετάφρασή του, ήρθαμε σε επαφή σταδιακά με το κείμενο και διαμορφώθηκε σταδιακά. Παράλληλα, κάναμε τη δική μας έρευνα, υπήρχε υλικό, υπήρχε προετοιμασία. Προτού το «σηκώσουμε» ή επιχειρήσουμε να διαπραγματευτούμε τους χαρακτήρες, είχαμε κάνει μια διεργασία. Επειδή είναι ένα πολύ πυκνό έργο, για εμένα αυτή ήταν η μεγαλύτερη γοητεία, το ότι είχαμε την δυνατότητα νωρίτερα να ανοίξουμε την σκέψη μας μέχρι να πάρουμε -και να πάρει και η σκηνοθέτης μας- κάποιες αποφάσεις για το τι θα παίξουμε.
Α: Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά ότι, όταν διάβασα το κείμενο πρώτη φορά, επειδή γνώριζα το θέμα του, είχα μια συγκεκριμένη προσδοκία για το τι περίμενα να διαβάσω. Μου τις κατέρριψε όλες! Περίμενα ότι θα διαβάσω ένα κείμενο το οποίο θα αφορά τις γυναίκες που βασανίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και όλα τα συναφή, ωστόσο η δομή του, οι χαρακτήρες, η σύλληψη, το χιούμορ δεν ήταν τίποτα από αυτά που περίμενα. Αυτό το έκανε εξαιρετικά γοητευτικό, έλεγα θέλω να δουλέψω τώρα πάνω σε αυτό.
3.Το έργο οδηγεί σε έναν προβληματισμό που αφορά στην συνειδητοποίηση του ποιοι είμαστε, τι κάνουμε και γιατί. Αν και αναφέρεται στην περίοδο της Δικτατορίας της Χιλής, γιατί πιστεύετε «καθρεφτίζει» τόσο καλά τα προβλήματα του σήμερα;
Ν: Ισχύει όντως αυτό που λες, επειδή φυσικά είναι ένα θεατρικό κείμενο, με δράσεις, με χαρακτήρες, με άμεσες σχέσεις. Παράλληλα όμως, επειδή στηρίζεται πάρα πολύ στο κομμάτι της αφήγησης, δίνει την ευκαιρία να μιλήσουν αυτοί οι χαρακτήρες στο κοινό για πράγματα με πολύ πιο άμεσο τρόπο. Οπότε “σπάει” λίγο η δράση και ανοίγεται μια αφήγηση με διάφορους τρόπους. Για εμένα αυτό έχει πολύ μεγάλη αξία, γιατί οι άνθρωποι δεν είμαστε μόνο αυτά που ζούμε, αλλά είμαστε και αυτά που μας έχουν αφηγηθεί, είμαστε η ιστορία μας, είμαστε ακόμα και η ιστορία των γονιών μας. Οπότε ο τρόπος αυτός του έργου με ωθεί στη σκέψη ότι είμαστε συνάρτηση όλων αυτών, όχι μόνο αυτών που νιώθουμε τώρα, αλλά και όσων έχουν προηγηθεί. Είναι ένα νήμα που ξετυλίγεται.
Α: Είναι τόσο ωραία η ερώτηση ειδικά σήμερα, επειδή τιμούμε την μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα*. Το έργο αυτό γράφτηκε πριν από λίγα χρόνια για γεγονότα που συνέβησαν τριάντα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα και είναι παρόμοιου βεληνεκούς. Η ανθρωπότητα έχει αυτή τη μνήμη της φρίκης, το τι σημαίνει αφενός να γίνεσαι κτήνος και αφετέρου να σε αποκτηνώνουν και τα έκανε ξανά σε τριάντα χρόνια και τα ξανακάνει και θα τα ξανακάνει. Επομένως, αυτή την ερώτηση τη θέτει και το έργο και νομίζω η τέχνη έχει αξία μόνο όταν θέτει τέτοια ερωτήματα: να αναρωτιέσαι γιατί οι άνθρωποι έφτασαν στο σημείο να κάνουν αυτά τα πράγματα σε ανθρώπους. Και μετά τα μελετάς, τα διαβάζεις, γιατί τα ξανά κάνεις; Δυστυχώς δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα, ο καθένας πρέπει να βρει την δική του.
Λ: Παιδιά, θα παίξουμε την παράσταση σε μιάμιση ώρα, γιατί από τώρα να νιώθουμε ότι όλα είναι μάταια; (γελάει) Πάντως, το έργο σίγουρα έχει σχέση με το τώρα, γιατί, ακριβώς όπως είπαν η Αγγελική και η Νατάσα, δυστυχώς κάποια πράγματα γίνονται. Δεν ξέρω -φαντάζομαι το έχετε σκεφτεί και εσείς (απευθύνεται στα κορίτσια)-, είναι αναπόφευκτο; Είναι η φύση του ανθρώπου έτσι; Τι είναι; Αλλά, γιατί συμβαίνουν όλα αυτά; Εμένα αυτό είναι που με ανατριχιάζει, το πώς είναι δεδομένο ότι έχουν γίνει και θα ξαναγίνουν. Είναι τρομακτικό!
Α: Αν κάτι δεν αλλάξει δομικά.
Ν: Πάντως να προσθέσω ότι το έργο, αλλά και εμείς σαν άνθρωποι, εννοείται ότι έχει τεράστιες φιλοσοφικές προεκτάσεις, αλλά έχει και πολιτική τοποθέτηση. Η προσέγγιση είναι ότι δεν είμαστε όλοι μέσα σε ένα καζάνι που βράζει. Όχι! Παίρνουμε αποφάσεις, έχουμε ευθύνες, παίρνουμε θέση!
4. Από όλα αυτά τα θέματα, τα οποία αναφέρατε μόλις και τα οποία φωτίζονται μέσα από αυτό το πανέμορφο κείμενο, ποιο είναι για εσάς το πιο δυνατό; Ποιο περνάει τα πιο ηχηρά μηνύματα;
Λ: Εγώ έχω μια συγκεκριμένη φράση: ο καθένας αισθάνεται αυτό που αισθάνεται. Γιατί αυτό πραγματικά το βλέπω συνέχεια γύρω μας, ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Μπορεί να έχεις μια ερωτική απογοήτευση και να σου πει κάποιος καλά εντάξει, εγώ δεν θα έκανα έτσι. Είσαι κάποιος άλλος, δεν με νοιάζει πως θα έκανες εσύ. Ή λένε είδαμε την τάδε στην τηλεόραση, είναι θύμα βιασμού. Ε, δεν μπορεί να είναι θύμα βιασμού και να είναι τόσο χαμογελαστή, ψύχραιμη. Εγώ αν με είχαν βιάσει θα έκανα αυτό. Καλά -να μην σου τύχει ποτέ, αλλά αν σου τύχει- δεν ξέρουμε ποτέ πώς θα αντιδράσεις. Δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος να αντιδράσεις σε μια κακοποιητική συμπεριφορά ή στο τραύμα. Ο καθένας αισθάνεται αυτό που αισθάνεται και ο κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά. Αυτές οι δύο φράσεις του κειμένου.
Α: Βέβαια, είναι τελείως διαφορετικό το πώς μπορεί να βλέπουμε εμείς αυτό που κάνουμε στη σκηνή, γιατί είναι πολύ μελετημένο. Είναι διαφορετικό, όταν βλέπουμε τις αντιδράσεις του κοινού -που δεν είναι πάντα ίδιες, αλλά σίγουρα ως ένα βαθμό οι άνθρωποι επικοινωνούν με το κείμενο σε συγκεκριμένα πράγματα. Είναι φοβερό και είναι πολύ όμορφο που ακόμα φρικάρουν με την φρίκη. Είναι ωραίο, σου δίνει ελπίδα! Ζούμε στο 2023, καθημερινά βλέπεις απαίσια πράγματα, αλλά ακόμα οι άνθρωποι, όταν τους μιλάς ανθρώπινα, φρικάρουν με την φρίκη και είναι πολύ όμορφο! Δεν παίρνουν ανάσα, όταν συμβαίνουν αυτά πάνω στη σκηνή, και είναι πολύ ωραίο, γιατί φεύγουν από εδώ και θυμούνται έναν κόμπο στο λαιμό ή στο στομάχι. Πρέπει οι άνθρωποι να αφηνόμαστε να νιώθουμε διαφορετικά πράγματα, γιατί ο τρόπος που θα εκφράσω εγώ την αντίθεσή μου ή την φρίκη μου είναι πολύ διαφορετικός από του άλλου. Και με έναν τρόπο αυτό ορίζει το που στέκεσαι απέναντι στα πράγματα, γιατί ναι μεν ο καθένας πρέπει να αισθάνεται αυτό που αισθάνεται και μπορεί να αισθάνεται διαφορετικά, αλλά ζούμε σε μια κοινωνία και κρινόμαστε βάσει και του τι αισθανόμαστε και του πώς αντιδράμε απέναντι στα πράγματα.
5.Στο τέλος της παράστασης ακούμε από εσάς ένα πανέμορφο κείμενο που μιλά για τις γυναίκες με τον τρόπο που θα έπρεπε πραγματικά να λαμβάνονται υπόψη. Τι πιστεύετε ότι είναι αυτό που πρέπει να αλλάξει στην κοινωνία, ώστε -εν έτει 2023- αυτό το κείμενο να μην ακούγεται μόνο πίσω από τις κλειστές πόρτες μιας παράστασης;
Λ: Συγκεκριμένες πολιτικές. Εγώ έχω συγκεκριμένα παραδείγματα. Ήμουν με μία φίλη η οποία δουλεύει σε μια διαφημιστική στο Λονδίνο και, καθώς συζητούσαμε, μου είπε ότι υπήρξε ένα… πώς να το πω… ένα πρόσταγμα, ώστε να προσλαμβάνουν γυναίκες σκηνοθέτες στα διαφημιστικά. Για παράδειγμα, ανάμεσα σε τρεις σκηνοθέτες, η μία να είναι γυναίκα. Της λέω ναι, αλλά δεν είναι πάρα πολύ άσχημο αυτό, γιατί σημαίνει ότι κάποιος άλλος που είναι καλύτερος…; Και μου λέει ότι μέσα σε δύο χρόνια υπήρξαν πάρα πολλές γυναίκες σκηνοθέτες, οι οποίες πήγαν σε πολύ υψηλό επίπεδο, επειδή τους δόθηκε η ευκαιρία. Οπότε πιστεύω ότι αν δεν αλλάξουν κάποια πράγματα… Ή, ας πούμε, στην άδεια μητρότητας. Να μην πηγαίνεις σε μια δουλειά και να σε ρωτάνε αν έχεις σχέση κι αν σκέφτεσαι να κάνεις παιδί. Σε βλέπουν ως ένα πιθανό πρόβλημα, αντί για αυτό που πραγματικά είσαι! Γιατί μια γυναίκα που μπορεί να έχει παιδί έχει σκεφτεί τόσα πράγματα, ώστε να κάνει την καθημερινότητα της πιο εύκολη, που σίγουρα θα δώσει λύσεις και σε μία δουλειά.
Ν: Αυτό το κομμάτι που λες είναι δική μας προσθήκη, δεν υπάρχει στο κείμενο. Ήμουν αρκετά σκεπτική ως προς το να μπει, διότι θεωρώ ότι ο συγγραφέας δίνει έτσι κι αλλιώς ένα φινάλε στο έργο του. Οπότε κάπως είχα μια προβληματική σε σχέση με την δραματουργία, σε σχέση με το γιατί να χρειάζεται μια τέτοια προσθήκη από εμάς καλλιτεχνικά. Εν τέλει, παρόλο που δεν μου είναι ακόμα απαντημένο το αν χρειάζεται, νομίζω ότι ο κόσμος το θέλει. Αυτό μάλλον σημαίνει ότι δεν είναι δεδομένο, γιατί ο λόγος που εγώ μπορεί να μην ήθελα να μπει ήταν ότι έλεγα μήπως λέμε κάτι το οποίο είναι δεδομένο; Δεν είναι! Συμφωνώ και σε αυτό που είπε η Λίλα πριν, ότι αυτό έχει να κάνει με την ορατότητα. Και ορατότητα σημαίνει ότι κάτι που το λέμε εμείς τώρα και το θεωρούμε δεδομένο μπορεί να μην είναι, οπότε με το που το πούμε -ειδικά με το που το πούμε στο θέατρο- παίρνει όγκο, παίρνει αξία, παίρνει τον χώρο που του αναλογεί στα πράγματα. Το ένα κομμάτι, λοιπόν, είναι η ορατότητα και το άλλο είναι το ότι ταυτίζεσαι κάπως με τις γυναίκες, λέει είμαι και εγώ εκεί, ακούω τον εαυτό μου και κάποιος με αναφέρει. Αλλά, αντίστοιχα και οι άντρες… κάπως αφορά όλο το κοινό, τους εμπλέκει… Το συγκεκριμένο κομμάτι νομίζω ότι το χρειαζόμαστε -μάλλον, ότι το χρειάζεται ο κόσμος.
Α: Νομίζω ότι χρειάζεται. Θα ήθελα τόσο πολύ να μην κάνουμε αυτήν την ερώτηση και αυτήν την κουβέντα τώρα, αλλά ζούμε σε μια χώρα που σκοτώνονται οι γυναίκες καθημερινά και δεν μπορεί να αναγνωριστεί νομικά ο όρος γυναικοκτονία. Η ιστορία του κειμένου αφηγείται κάτι διαφορετικό, αλλά παρόλα αυτά πολύ συγκεκριμένο:τα βασανιστήρια των γυναικών, που ήταν πολύ συγκεκριμένα και πολύ διαφορετικά από των ανδρών. Ένας άνδρας που έρχεται στην παράσταση -το έχουμε συζητήσει πολλές φορές με φίλους, γνωστούς και ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε- σοκάρεται με πολύ σωματικά πράγματα που ακούει ως συμβάντα. Οι γυναίκες δεν μένουν ποτέ εκεί, γιατί ξέρουν, γιατί όλα αυτά τα σωματικά τα περνάνε στην καθημερινότητα τους. Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο έρχεσαι αντιμέτωπη με σεξισμό, ρατσισμό, με, με, με…
Έξω από τις κλειστές πόρτες ενός θεάτρου, χωρίς σενάρια και σκηνοθέτες, ποιος μπορεί να αποφασίσει για εμάς; Υπάρχουν γυναίκες είπαν και είναι αλήθεια. Είναι εδώ. Πρωτοστατούν. Παίρνουν αποφάσεις. Γράφουν ιστορία.
Το ίδιο και οι πρωταγωνίστριες μας, που καλούνται να αποφασίσουν ποιο θα είναι τελικά το μέλλον της Βίλας.
*27/01, Διεθνής Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς
Μπορείτε να βρείτε το δεύτερο μέρος της συνέντευξης εδώ:
Photo credits: Χρίστος Συμεωνίδης