Πόσες φορές έχουμε αναρωτηθεί, διαμαρτυρηθεί ή προβληματιστεί εσωτερικά -αλλά και κάποιες φορές φωναχτά- όταν αποδεικνύεται πως δεν σκέφτονται όλοι όπως εμείς. Άλλοτε με τρόπο εποικοδομητικό, που μας χαρίζει γνώση και σοφία, και άλλοτε με τρόπο επίπονο, που έχει την αίσθηση της προδοσίας. Ευτυχώς ή δυστυχώς, τις περισσότερες φορές σε τέτοιες περιπτώσεις η επίγευση είναι πικρή και σε σημαδεύει με έναν τρόπο μοναδικό. «Εγώ ποτέ δε θα το έκανα αυτό», «μα πώς μπόρεσε να το σκεφτεί;», «ναι, αλλά δεν σου είναι αυτονόητο το ότι…». Όλες αυτές οι σκέψεις εμφανίζονται στο μυαλό μας, όλο και πιο συχνά .
Μεγαλώνοντας και εξερευνώντας τον κόσμο και τους ανθρώπους που βαδίζουν σε αυτόν, ερχόμαστε ολοένα και περισσότερο αντιμέτωποι με αυτόν τον εσωτερικό διχασμό. Είτε το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ο καθένας από εμάς εμπιστεύεται την ιδιοσυγκρασία και τον τρόπο σκέψης του. Φυσικό επακόλουθο φαντάζει να θεωρούμε και αυτόν τον τρόπο σκέψης ως την κοινή λογική. Τελικά, όμως, μπορεί και να μην είναι έτσι τα πράγματα. Όσο δύσκολο κι αν είναι να κατανοηθεί, η σύγχυση που προκαλείται όταν συγκρίνουμε το πώς θα πράτταμε εμείς με το πώς πράττει ο απέναντι μας, αναστατώνει.
Μέρα με τη μέρα, συναναστροφή τη συναναστροφή, αποδεικνύεται -τουλάχιστον σύμφωνα με τα βιώματα της Ελισάβετ- πως ο τρόπος σκέψης μας και το πώς εμείς θα θέλαμε να σκέφτονται οι γύρω μας είναι άμεσα συνυφασμένα με τις απαιτήσεις, και φυσικά ότι τις ακολουθεί. Σκεφτείτε το απλά μέσα από ένα παράδειγμα της καθημερινότητας σας. Μεταξύ δύο φίλων, μέσα σε μια ερωτική σχέση, εντός της οικογένειας, συνεχώς φτιάχνουμε μια εσωτερική «απαίτηση» για τον απέναντι μας: να συμπεριφερθεί, όπως εμείς θα θέλαμε ή όπως εμείς θα συμπεριφερόμασταν προς αυτόν σε μια πανομοιότυπη κατάσταση. Στον μικρόκοσμο του καθενός, η απαίτηση αυτή έχει διαφορετικό δείκτη επιρροής. Άλλους τους επηρεάζει λιγότερο, άλλους πολύ περισσότερο. Η άτυπη, λοιπόν, αυτή συμφωνία που έχουμε συνάψει ακυρώνεται κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα. Δεν είναι όλοι εσύ. Ό,τι για εσένα φαντάζει αυτονόητο και λογικό -ή ακόμη και σωστό και ηθικό- σε καμία των περιπτώσεων δεν συνεπάγεται πως ισχύει και για όποιον έχεις απέναντί σου. Σκληρή αυτή η αλήθεια, δεν είναι;
Εξωτερικεύοντας τις σκέψεις μου στο γραπτό αυτό, έρχομαι αντιμέτωπη με την εξής ερώτηση: σας περνάει και εσάς από το μυαλό το μήπως δε θα έπρεπε να σκεφτόμαστε έτσι; Μήπως είναι άδικο; Είναι μήπως άδικο να επιθυμούμε να μας συμπεριφέρονται, όπως εμείς θα κάναμε; Ίσως αν πράγματι συνέβαινε αυτό, να μας τρόμαζε η ομοιογένεια. Η συμπεριφορική κοινοτυπία ίσως και να μην είχε τα αποτελέσματα που φανταζόμαστε. Δεν θα μαθαίναμε, δε θα πληγωνόμασταν.
Ακούγεται δελεαστικό, ωστόσο στην πραγματικότητα ο φόρος που πληρώνουμε, όταν συνειδητοποιούμε πως δεν είναι όλοι όπως θα περιμέναμε να είναι, αποτελεί την ουσία. Μαθαίνεις τι δεν θες να κάνεις, όταν συναντάς μια τέτοια συμπεριφορά, γίνεσαι καλύτερος, γνωρίζεις εσένα και σκαλίζεις λίγο-λίγο τις πλευρές σου, με απώτερο σκοπό να χαρείς που δεν είναι όλοι εσύ!