Παρατηρώ γύρω μου∙ ρόδες που γυρνάνε διαρκώς πάνω στην γκρίζα άσφαλτο, για να μας θυμίζουν την αέναη “διαδρομή” του χρόνου. Κόσμος που πηγαινοέρχεται -ποιος ξέρει για πού και πόσες φορές έχει κάνει αυτή τη διαδρομή. Λεωφορεία, με χαραγμένη πάντα την πορεία τους, περνούν τα ίδια φανάρια, τις ίδιες στάσεις, τις ίδιες διαβάσεις. Όλα κολλημένα σε έναν ρυθμό που δεν μας αρέσει, ούτε μας βολεύει πάντα. Αλλά αυτός είναι, τι να κάνουμε; Με ό,τι έχουμε βολευόμαστε.
Εφησυχάζουμε σε μια φράση που γίνεται τρόπος ζωής, χωρίς να αφορά πάντα το λεωφορείο ή τη διαδρομή που κάνουμε καθημερινά με τα πόδια. Αντίθετα, φτάνει σε «μεγαλύτερα» πράγματα, πιο ανθρώπινα, πιο βαθιά ριζωμένα στις σκέψεις μας. Τόσο, που τα έχουμε ξεχάσει και δεν δείχνουμε να ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα, από τη στιγμή που η είδηση κρυφτεί πίσω από την επόμενη που θα εμφανιστεί στην οθόνη μας.
Δεν έχω κάτι να γράψω, δεν έχω κάτι για να γράψω είναι δύο φράσεις που τριγυρνάνε αδιάκοπα στο κεφάλι μου. Ο κόσμος προχωρά. Καθημερινά συμβαίνουν πράγματα εκεί έξω﮲ άλλοτε συγκλονίζουν ολόκληρη τη χώρα, άλλοτε περνούν απαρατήρητα, άλλοτε μας κουράζουν. Είναι στιγμές που μας κόβουν την ανάσα, στιγμές που δεν ξέρουμε πώς να αρθρώσουμε τις λέξεις για να φτιάξουμε μια πρόταση. Μέσα σε μία μέρα, ο κόσμος μοιάζει να περιπλανάται από ρυθμούς ροκ σε ρυθμούς κλασικών και ρομαντικών μελωδιών, μονάχα παρακολουθώντας την επικαιρότητα. Παρ’ όλα αυτά, δεν φαίνεται να μας ενοχλεί αυτή η απότομη αλλαγή των ειδών της «μουσικής», τουλάχιστον όχι για πολύ. Σαν να τη συνηθίζουμε. Σαν να ζούμε στην επανάληψη.
Η επικαιρότητα και η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι ο λόγος που γράφω αυτές τις λέξεις. Κι όμως, κάπου τα λόγια μου σταματούν και δεν βρίσκω τρόπο να συνεχίσω. Οι λέξεις φαίνονται μικρές και αδύναμες και όλες ίδιες. Σαν μια κασέτα της δεκαετίας του ’90 που έχει κολλήσει, χωρίς όμως να παίζει την ίδια μελωδία. «Κολλάει» στις αξίες και στις σχέσεις των ανθρώπων, με άλλη ιστορία κάθε φορά, που συγκλονίζει με τον ίδιο τρόπο, πάλι, ολόκληρη τη χώρα. Καμία φορά, πιστεύω ότι είμαστε ένας λαός «καταδικασμένος» να ζούμε ξανά και ξανά στα λάθη μας, γιατί έχουμε τη συνήθεια να τα ξεχνάμε και να μας ξεχνάμε﮲ τόσο γρήγορα, όσο γρήγορα μάθαμε να αλλάζουμε τα κανάλια της τηλεόρασης -κι ας μην την χρησιμοποιούμε πολύ πια.
Αύριο θα είναι μια καινούρια μέρα. Μόλις ξημερώσει, όλα θα μηδενίσουν και θα ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή, σαν να μην συνέβη ποτέ το χθες. Δεν μας βολεύει, άλλωστε, να αλλάξουμε ξαφνικά τη διαδρομή μας. Τη συνηθίσαμε. Ούτε που την παρατηρούμε πια. Μας αρκεί που ξέρουμε πού θα μας οδηγήσει. Ακόμα και εκεί, όμως, λίγο πριν ξημερώσει, μας αρκεί άραγε αυτή αέναη επανάληψη;
Ένα κείμενο μικρό, μα αυθεντικό. Καθόλου ιδεαλιστικό ή ρομαντικό. Λίγο μακριά από εμένα, αλλά και πολύ κοντά μου, προσπαθώ να δραπετεύσω από την καθημερινότητα μου. Γιατί, αν δεν ξεγλιστρήσουν οι λέξεις, πώς θα ξεκολλήσει η κασέτα;