Συχνά χρησιμοποιούμε τον όρο ποπ κουλτούρα (popular culture ή pop culture) στο λεξιλόγιο μας, άλλοτε για να εντυπωσιάσουμε τους συνομιλητές μας με τις γνώσεις μας, ενώ άλλες φορές για να υποδείξουμε τα πιο σημαντικά θέματα που απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές ούτε εμείς οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε την τεράστια επίδραση που έχει στις ζωές μας. Τι είναι όμως ακριβώς αυτή η διάσημη κουλτούρα;
Η αλληλεπίδραση της ποπ κουλτούρας με τον χρόνο είναι σαν αυτή ενός ζωντανού οργανισμού. Εξελίσσεται συνεχώς, και η μορφή και η ποιότητά της διαμορφώνεται ανάλογα με τις εποχές. Ποιος καθορίζει όμως την μορφή της; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι πολύ προφανής: εμείς ή πιο συγκεκριμένα η κοινωνία μας. Η αναγνώριση ενός συγκεκριμένου συνόλου πεποιθήσεων και αντικειμένων από την κοινωνία, τα οποία επικρατούν σε κάποια χρονική στιγμή, συνιστούν αυτό που λέμε ποπ κουλτούρα. Με μία πρώτη ματιά δεν φαίνεται πως είναι ικανή να επιφέρει ριζικές αλλαγές στον κόσμο και ότι η ψυχαγωγία είναι ο μόνος σκοπός της. Αν κοιτάξεις, όμως, όλους τους βασικούς κλάδους της κοινωνίας μας, όπως οι τέχνες (τηλεόραση, κινηματογράφος, μουσική, λογοτεχνία, ζωγραφική κ.λπ.), η επιστήμη, η τεχνολογία, ο αθλητισμός και η πολιτική, όλο και κάποιος σπόρος επιρροής της ποπ κουλτούρας θα υπάρχει.
Με αυτό το επιχείρημα έρχεται και ο Alexandre O. Philippe στο TEDxMileHigh να εξηγήσει αυτήν ακριβώς την επίδραση. Ο Alexandre O. Philippe είναι Ελβετός σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ με πιο γνωστό το ντοκιμαντέρ του 78/52(2017) που αφορά τη σκηνή του ντους στην ταινία Psycho(1960) του Alfred Hitchcock. Στην ομιλία του, “Why Pop Culture?”, περιγράφει το πόσο καθοριστική υπήρξε για την δική του ζωή η ποπ κουλτούρα, αλλά και το κατά πόσο η ποπ κουλτούρα αποτελεί τον συνδετικό κρίκο που ενώνει τους ανθρώπους ανά τον κόσμο. Με λίγα λόγια και με μία ευχάριστη δόση παραστατικότητας παρουσιάζει όλα τα θετικά χαρακτηριστικά της αγαπημένης του κουλτούρας αλλά και πολλών άλλων.
Εκτός από τον Alexandre O. Philippe έρχεται αυτή τη φορά ένας άλλος καλλιτέχνης ο John Robb στο TEDxExeterSalon με την ομιλία του “Pop culture and technology: The shock of the new”. Ο John Robb είναι Άγγλος δημοσιογράφος, τραγουδιστής του punk rock συγκροτήματος Goldblade, και μπασίστας του post punk συγκροτήματος The Membranes. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ποπ κουλτούρα στο παρελθόν αποτέλεσε μία πόρτα για το μέλλον η οποία σιγά σιγά μαζί με την βοήθεια της τεχνολογικής ανάπτυξης ξεκλείδωσε αυτήν την πόρτα και πραγματοποίησε τις ελπίδες των παλαιότερων γενεών. Πλέον, όπως υποστήριξε, η εύκολη πρόσβαση που μας έχει χαρίσει η τεχνολογία στα διάφορα μουσικά είδη «είναι ένας τρόπος για να προχωρήσουμε μπροστά αναδημιουργώντας κομμάτια του παρελθόντος». Μπορεί τα λόγια του να περιορίστηκαν στον κλάδο της μουσικής βιομηχανίας, λόγω και του επαγγέλματος του, αλλά μέσα από τις απόψεις του αναγνωρίζουμε ότι αυτά τα στοιχεία έχουν μία γενική εφαρμογή και δείχνουν την αλληλεπιδρούσα σχέση της ποπ κουλτούρας με την τεχνολογία.
Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στο παρόν. Εν έτει 2021 ο κόσμος έχει πληγεί από μία παγκόσμια πανδημία, η οποία έχει αναγκάσει τους ανθρώπους να καθηλωθούν στο σπίτι και να μειώσουν την επαφή μεταξύ τους. Μία σανίδα σωτηρίας σε όλη αυτή την κατάσταση έχει όντως αποτελέσει η ποπ κουλτούρα. Ο τρόπος για να χαλαρώσουμε, τώρα περισσότερο από ποτέ, και να ξεφύγουμε από τα προβλήματά μας είναι όλα αυτά τα είδη ψυχαγωγίας που μας χαρίζονται μέσα από τις οθόνες μας. Και μπορεί να μην είναι αρκετά για να καλύψουν το κενό της απώλειας της ανθρώπινης επαφής, αλλά ο ρόλος τους είναι καθοριστικός για τη διατήρηση μιας σταθερής ψυχολογικής κατάστασης. Το αγαπημένο μας μουσικό κομμάτι, μία ωραία ταινία, έστω και μία αναζήτηση στα social media είναι ικανά να ελαφρύνουν τη μέρα.
Επομένως, βλέπουμε ότι η ποπ κουλτούρα είναι πολύπλευρη. Ακόμα και αν τα ενδιαφέροντά μας διαφέρουν, όλοι βρισκόμαστε κάτω από την ομπρέλα επιρροής της. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να εκτιμήσουμε την προσφορά της στον πολιτισμό μας, και ,όσο για την ποιότητά της, είναι στο χέρι μας να την αλλάξουμε όταν δεν μας ικανοποιεί.
Φωτογραφία: Ελένη Σάντολη