Όσο ήμουν μικρή, μου είχε περάσει η αντίληψη ότι τα συναισθήματα έχουν χρώμα αδυναμίας, δείχνουν το πόσο πολύ σε επηρεάζουν καταστάσεις, το πόσο πολύ εύθραυστος είσαι, ίσως κι ένα δείγμα ανωριμότητας. Μεγαλώνοντας, μας έλεγαν «Μην κλαις δεν είσαι μωρό», «Μην γκρινιάζεις μεγάλωσες πια», «Συγκράτησε τη χαρά σου, δεν έγινε και κάτι» και αυτό ήταν λάθος, βασικά είναι ακόμη.
Η ένταση και η απομόνωση της εφηβείας με έκαναν να συνειδητοποιήσω, να το σκεφτώ καλά, να εμβαθύνω και να βρω επιχειρήματα για να υπερασπίζομαι το συναισθηματικό μου εαυτό, διότι δεν ήθελα να τον αντικαταστήσω με τη στείρα λογική και σοβαρότητα που νόμιζα ότι φέρνει η ενηλικίωση. Το ταξίδι για την εύρεση αυτή, μου έμαθε πως τα συναισθήματα φαίνονται ανέντιμα στους ανθρώπους. Δεν τιθασεύονται στη σκιά της λογικής, δεν ηρεμούν στον ήχο του κατεστημένου, ξεσπάνε και εμφανίζονται στις πιο ακατάλληλες, μα συνάμα και στις πιο σωστές στιγμές.
Ας παρατηρήσουμε όμως λίγο την συμβολή των συναισθημάτων στη ζωή μας. Θα έλεγε κανείς πως τα συναισθήματα διαμορφώνονται παράλληλα με τη συμπεριφορά, γιατί εμφανίζονται ως αποτέλεσμα καταστάσεων, εμπειριών, σκέψεων που συναντά ο άνθρωπος στην πορεία της ζωής του. Το πιο παράδοξο όμως και ίσως το ομορφότερο, είναι πως δεν διαλέγουμε εκείνα που μας συγκινούν, κι ας ελέγχουμε τα ερεθίσματα που δεχόμαστε, διότι έχουμε δημιουργήσει έναν συναισθηματικό κόσμο, μια συναισθηματική συμπεριφορά, που αντιδρά διαφορετικά σε κάθε αίσθημα, πληροφορία, κίνηση που λαμβάνει. Όπως και για τη φυσική η κάθε δράση φέρνει αντίδραση, έτσι και για το συναισθηματικό κόσμο κάθε πράξη, συμπεριφορά, κίνηση φέρνει συναισθήματα, σαν ασυνείδητη ιλιγγιώδη απάντηση σε όλα αυτά που μας συμβαίνουν, κάθε φορά χρωματισμένα διαφορετικά.
Τι γίνεται όμως όταν η πεποίθηση της κοινωνίας μας αναγκάζει να καταπνίγουμε όσα αισθανόμαστε; Όντως τα συναισθήματα ελέγχονται από τον εγκέφαλο, γιατί αποτελούν κάτι βιολογικό, εντοπίζονται και στα ζώα, με τη διαφορά ότι εκείνα δεν έχουν την εγκεφαλική ικανότητα να τα επεξεργαστούν και να δράσουν ανάλογα. Την ικανότητα αυτή που εμείς οι άνθρωποι πολλές φορές καταχραζόμαστε, σκοτώνοντας μόνοι μας το συναισθηματικό μας κόσμο. Όλο αυτό το κρυφτό και η άγνοια να επεξεργαστούμε τα αισθήματα μας, δυστυχώς είναι επίπονα και επιβλαβή για τους ίδιους μας τους εαυτούς, αλλά ταυτόχρονα είναι αποδεδειγμένο ότι επηρεάζουν στο μέγιστο βαθμό και τις σχέσεις με τους διπλανούς μας. Μιλώντας αρχικά για τον ίδιο μας τον εαυτό, δημιουργούμε την ψευδαίσθηση -και ζούμε μάλιστα μέσα σε αυτή-, ότι δεν λυγίζουμε, είμαστε οι κυρίαρχοι και ρυθμίζουμε τα πάντα σε εμάς. Καταλήγουμε λοιπόν πραγματικά να μην γνωρίζουμε ποιοι στα αλήθεια είμαστε, να νιώθουμε εγκλωβισμένοι στο ίδιο μας το σώμα, να μην μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις αντιδράσεις μας. Το πρόβλημα όμως δεν σταματάει εδώ, αφού σαν μέλη του συνόλου, η συμπεριφορά μας αυτή θεωρείται προβληματική. Δεν μπορούμε, πέρα από τα δικά μας, να ερμηνεύσουμε τα συναισθήματα των διπλανών μας, και έτσι η επικοινωνία και η κατανόηση καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Με αυτή τη συμπεριφορά, αυτοαποκλειζόμαστε από την κοινωνία, δημιουργούμε ένα τείχος για να μην μας αγγίζουν, αλλά ξεχνάμε ότι ούτε εμείς μπορούμε να αγγίξουμε τους ανθρώπους γύρω μας κι ο άνθρωπος είναι γνωστό πως είναι ον κοινωνικό, δεν μπορεί να ζει μακριά από το μαζί.
Όλες αυτές οι τότε σκέψεις μου και ο προβληματισμός, με έκαναν να αναγνωρίσω πως εν τέλει δυνατός άνθρωπος είναι εκείνος που τα βιώνει όλα ισορροπημένα. Η ζωή μας πρέπει να είναι ένα κράμα λογικής και συναισθήματος, δίκαια μοιρασμένα. Οφείλουμε, σεβόμενοι τον εαυτό μας, να δίνουμε χώρο και χρόνο σε αυτά που αισθανόμαστε, σε μια εποχή που το συναίσθημα έχει γίνει συνώνυμο της αδυναμίας. Να κατανοούμε και να εκπέμπουμε πως η πραγματική αδυναμία είναι να μην μπορείς να αναγνωρίσεις τον εαυτό σου, όχι να τον ερμηνεύεις. Στην τελική, κάποιες φορές ανέντιμα απέναντι στη λογική, τα συναισθήματα αποτελούν το αλάτι που δίνει γεύση στη ζωή μας.