Άραγε θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας,
Της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια,
Τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας
άραγε υπήρξαμε ποτέ στα όνειρά μας;
Διάφανα Κρίνα
Πόσες φορές δεν έχουμε αναρωτηθεί αν σταθήκαμε αντάξιοι των προσδοκιών κάποιου; Πόσες φορές δε ζυγίσαμε το βάρος της ύπαρξής μας, χρησιμοποιώντας ως αντίβαρο πορίσματα που ελαφρά τη καρδία έβγαλαν για εμάς τρίτοι; Και, πολύ χειρότερα, πόσες φορές δεν υποκύψαμε και στο τέλος ενδυθήκαμε μανδύες αλλότριους, που άλλοι έραψαν για εμάς; Ζούμε σε μία εποχή που κελεύει την αποποίηση του μυστηρίου, η αμφισημία καταργείται, όλα πρέπει να είναι απλά και μονοσήμαντα, καταδικάζονται να χωράνε σε μια εξίσωση, οι άνθρωποι καταδικάζονται να χωράνε σε κουτάκια, να αποδέχονται και να ανταποκρίνονται σε ψευδείς αναπαραστάσεις ζωής.
Η προσπάθεια του σύγχρονου ανθρώπου να βγει αλώβητος από αυτήν την τοξική για την πνευματική και ψυχική του υπόσταση πραγματικότητα φαντάζει σα μία απαιτητική παρτίδα σκάκι, απευθυνόμενη σε γερούς λύτες. Κορωνίδα της προσπάθειας αυτής, η υιοθέτηση του μίσους ως τρόπο ζωής, ως μέσο προστασίας και οχύρωσης του εαυτού. Η ανάγκη να εκφέρονται πάντες επί πάντων και εναντίον πάντων, η αγάπη για μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα της ζωής των άλλων έχει αναδειχθεί σε δημοφιλές σπορ, στο οποίο όλο και περισσότεροι επιδίδονται. Πίσω από όλα αυτά, όμως, υφέρπει το φάντασμα μιας μεγάλης παραίτησης, μιας παραίτησης από την ίδια τη ζωή τη ζώσα. Εξελιχθήκαμε σε συλλέκτες στιγμών που δε μας ανήκουν, αρνούμενοι να δημιουργήσουμε δικές μας, έντρομοι πως η συλλογή μας στερείται προσωπικών εμπειριών άξιων μνείας. Επαναπαυθήκαμε στη ζεστασιά που προσφέρει η άνετη πολυθρόνα μας και αιτηθήκαμε την έκδοση πιστοποιητικού ανυπαρξίας, να επισημοποιήσουμε τη νέα μας κατάσταση. Κρίναμε πως ο κόσμος των συναισθημάτων είναι επικίνδυνος για την εύθραυστη ύπαρξή μας και τον εξοβελίσαμε στο όνομα της ζώνης ασφαλείας μας και μιας άχαρης λογικής.
Η επαφή με μια τέτοια κουλτούρα ζωής, ωστόσο, αποτελεί μια πληγή που ποτέ δεν κλείνει και μια τεράστια μήτρα που νοηματοδοτεί ολόκληρο το προσωπικό μας σύμπαν και τροφοδοτείται διαρκώς από την ανασφάλεια και τις απωθήσεις μας. Αντί να υποστηρίξουμε με παρρησία αυτό που πραγματικά είμαστε, προσπαθούμε να εκπληρώσουμε μια εικόνα που άλλοι έχτισαν για εμάς. Μας φοράνε ένα ρούχο που δε μας ταιριάζει και, αντί να αναζητήσουμε αυτό που είναι για εμάς, προσαρμόζουμε το σώμα μας σε μέτρα ανοίκεια και δανεικά, όμως ξεχνάμε ότι η ύπαρξή μας δεν επιδέχεται μεταποιήσεις. «Ασκούμε βία στον εαυτό μας, δεν υπάρχει αμφιβολία. Εμείς, οι καρυοθραύστες της ψυχής», έλεγε ο Νίτσε. Σε καθημερινή βάση αυτομαστιγωνόμαστε, καταπιέζουμε τον εαυτό μας και τις επιθυμίες μας, προκειμένου να γίνουμε αρεστοί στους άλλους, χωρίς ούτε για ένα λεπτό να αναλογιστούμε αν αυτή η εκδοχή μας είναι αρεστή πρώτα σ’ εμάς τους ίδιους. Τη στιγμή που η αποδοχή της ετερότητας και του Άλλου αποτελεί το ζέον ζήτημα του δημόσιου βίου, η αποδοχή του Εαυτού ελάχιστα μας απασχολεί, αν και αποτελεί την αφετηρία για τη βαθιά κατανόηση του έτερου πλησίον.
Σε τι βαθμό, όμως, έχουμε επίγνωση αυτού του καθημερινού αυτοτραυματισμού μας; Πόσο η ασθμαίνουσα καθημερινότητα μας επιτρέπει να δώσουμε λίγο χρόνο στον εαυτό μας, για να αφουγκραστούμε τις ανάγκες μας; Κι εδώ έγκειται ένα τεράστιο στοίχημα αυτοπραγμάτωσης για τον σύγχρονο άνθρωπο. Από την έξοδο από τον επιβεβλημένο συναισθηματικό αναλφαβητισμό μας χωρίζει μόνο μια γενναία απόφαση. Χρειάζεται θάρρος και προσωπικός μόχθος, για να ανατρέψει κανείς εκ βάθρων την ψυχική αφωνία στην οποία υποβλήθηκε και να επανέλθει δριμύτερος από τη χειμερία νάρκη του φόβου και της ανασφάλειας. Είναι ευκολότερο να παραμείνουμε ες αεί εξαρτημένοι από επικίνδυνους ομφάλιους λώρους κι ετοιμοπαράδοτες λύσεις, σε έναν κόσμο επιλεκτικής τύφλωσης. Απαιτεί λιγότερο σθένος η σίγαση των συναισθημάτων και των αναγκών μας, σε μία κοινωνία που έχει ενοχοποιήσει τον αυθορμητισμό, τα δάκρυα, τον πόνο, την αυθεντικότητα. Αλλά μια τέτοια επιλογή ζωής άραγε… υπήρξε ποτέ στα όνειρά μας;