Ο μινιμαλισμός είναι το καλλιτεχνικό κίνημα που ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις εικαστικές τέχνες και το σχέδιο, την αρχιτεκτονική, τη μόδα, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και άλλα μέσα. Το κίνημα κυριάρχησε στη δυτική τέχνη των δεκαετιών του 1960 και του 1970, παρόλο που ο όρος «μινιμαλιστής» άρχισε να χρησιμοποιείται από τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο μινιμαλισμός περιγράφει ουσιαστικά οποιοδήποτε αντικείμενο, έργο τέχνης, οπτική και ηχητική πληροφορία, ακόμη και λογισμικό, που έχει απογυμνωθεί στα βασικά του στοιχεία. Ορίζεται ως ένα στυλ στο οποίο χρησιμοποιούνται τα πιο απλά και λιγότερο δυνατά στοιχεία, για να δημιουργηθεί ένα λειτουργικό και ευχάριστο περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα αφαιρείται ο επιπλέον «θόρυβος» και οι περισπασμοί από όλες τις πτυχές της ζωής. Αυτό περιλαμβάνει τη χρήση καθαρών γραμμών, απλών σχεδίων και σκηνικών, μουντών χρωμάτων και γενικά αρμονικών σχεδίων.
Αν και ο μινιμαλισμός μπορεί ομολογουμένως να βοηθήσει κάποιον να δημιουργήσει έναν «καθαρό» χώρο, έτσι ώστε ο χρόνος και η ενέργεια να μπορούν να διοχετεύονται κατάλληλα, τίθεται το ακόλουθο ερώτημα: Εάν διαχωρίσουμε όλο το φυσικό μας περιβάλλον και τα νοητικά ή συναισθηματικά ερεθίσματα από τα πιο περίπλοκα στοιχεία τους, δεν τους στερούμε την ταυτότητά τους; Κατά συνέπεια, δεν απογυμνώνουμε τους ίδιους τους εαυτούς μας από τον χαρακτήρα τους, αν θεωρήσουμε ότι η ιδιοσυγκρασία μας παίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο που μοντελοποιούμε και καταναλώνουμε το περιβάλλον μας και το αντίστροφο;
Δίνοντας προτεραιότητα στη λειτουργικότητα και την πρακτικότητα, ακόμη και σε καταστάσεις όπου δεν υπάρχει λόγος αυτές να υφίστανται, αναπόφευκτα θυσιάζουμε την ατομικότητα και τη μοναδικότητα. Αν και η απλότητα μπορεί να είναι πραγματικά όμορφη και γαλήνια, δεν ταιριάζει με όλα. Η τέχνη, οι ταινίες, η μουσική, η αρχιτεκτονική και η μόδα τις περισσότερες φορές χρειάζεται να είναι πολύπλοκες, ιδιαίτερα για το κοινό που πρέπει να τις αφομοιώσει ή απλά να τις παρατηρήσει, να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και να νιώσει την κάθαρση που ακολουθεί αυτή τη «λεπτεπίλεπτη» διαδικασία. Έχουμε μετατρέψει όλο μας τον περίγυρο σε άψυχες, γεωμετρικές κατασκευές. Υπάρχουν ελάχιστα έως και καθόλου νέα πράγματα για να αντιληφθεί το μάτι, να τα ανακαλύψει και να τα εξετάσει ως κάτι διαφορετικό από μια κατά τα άλλα μονότονη, κουραστική πραγματικότητα. Η ίδια η πραγματικότητα, αντί να ανθίζει, μένει στάσιμη, και το ίδιο και οι άνθρωποι που ζουν σε αυτήν.
Έτσι, έχουμε μετατραπεί και εμείς σε θαμπά, μονοδιάστατα όντα με μικρή εκτίμηση για το πνεύμα, την ιδιοσυγκρασία. Είναι σαν να έχουμε εκπαιδευτεί να είμαστε απαθείς απέναντι στις λεπτομέρειες που καθιστούν τις διάφορες εκφάνσεις της έκφρασης και της ύπαρξης ενδιαφέρουσες, όμορφες και απελευθερωτικές, εστιάζοντας μόνο σε αδιάφορους στόχους. Όλες οι πτυχές της καθημερινής ζωής γίνονται προσχεδιασμένες. Ο αυθορμητισμός εξαφανίζεται αργά αλλά σταθερά, και μάλιστα, συχνά, περιφρονείται. Όλα φαίνονται πανομοιότυπα και μοιάζουν στείρα και τετριμμένα, από κάθε χιλιοφορεμένο ρούχο μέχρι κάθε καρέ από ακόμα μία υπερεκτιμημένη ταινία.
Υπάρχει μια σκηνή σε μια ταινία, την οποία βρίσκω βαθιά συγκινητική, όπου η Justine, η πρωταγωνίστρια που πάσχει από μια μορφή σοβαρής κατάθλιψης, κατά τη διάρκεια της νύχτας του γάμου της και εμφανώς ταλαιπωρημένη ψυχικά, κρύβεται σε ένα δωμάτιο του αρχοντικού όπου πραγματοποιείται η δεξίωση. Σε εκείνο το δωμάτιο, όντας σε παραλήρημα, αντικαθιστά τα μοντέρνα, ψυχρά, γεωμετρικά έργα τέχνης στις σελίδες των βιβλίων που διακοσμούν τους τοίχους, με εικόνες κλασικών πινάκων γεμάτες με μια αίσθηση ματαιότητας, χρώματα και άπειρες λεπτομέρειες οι οποίες μένουν εκεί ήσυχες, έως ότου κάποιος τις παρατηρήσει, τις ερμηνεύσει, τις εκτιμήσει και τις νιώσει.
Πρόκειται για την ταινία «Melancholia» του Lars von Trier και η προαναφερθείσα αναφορά, μέσα σε λίγα μόνο λεπτά, καταφέρνει να μεταφέρει άψογα αυτό που προσπάθησα αδέξια να εξηγήσω σε αυτό το άρθρο. Για άλλη μια φορά, ο κινηματογράφος έρχεται σαν σωτήρας και αυτός ο παράξενος επίλογος είναι τόσο ασαφής όσο και σκόπιμος…