«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στις ταινίες τα πτώματα ανακαλύπτονται σε φυσιολογικές εργάσιμες ώρες, ενώ εμάς μας καλούν μονίμως χαράματα. Διάλεξε το αστυνομικό ρεπορτάζ είπαν, θα έχει πλάκα είπαν…», σχεδόν μονολόγησε η Δάφνη καθώς βολευόταν στη θέση του συνοδηγού.
«Καλημέρα και σε ‘σένα. Μάλλον γιατί το έγκλημα δεν κοιμάται ποτέ», της απάντησε με ψεύτικο στόμφο ο Υάκινθος.
«Κοιμάμαι όμως εγώ», μουρμούρισε κατσουφιασμένη αυτή πριν πάρει τον καφέ που της προσέφερε, «Καλημέρα», προσέθεσε σε ελαφρώς πιο ευδιάθετο τόνο όσο το αυτοκίνητο ξεκινούσε.
«Βρήκα κι εγώ άνθρωπο να γκρινιάξω, πού να συνειδητοποιήσει τον πόνο μου ο κύριος όχι-απλά-είμαι-όπως-πάντα-στην-ώρα-μου-αλλά-είχα-χρόνο-να-μας-πάρω-και-πρωινό»
«Εννοείς το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας», αποκρίθηκε χαμογελώντας, χωρίς όμως να πάρει τα μάτια του από το δρόμο.
Το ρολόι στο ταμπλό έδειχνε 6:12, 2/2/2022 και γύρω τους η πόλη συνέχιζε να κοιμάται, βυθισμένη στην παγωμένη ησυχία των πρώτων ωρών μιας τυπικής Τετάρτης του Φλεβάρη. Άδειοι δρόμοι, ρολά σπιτιών και μαγαζιών κατεβασμένα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα στη σειρά με τζάμια θολά από την πάχνη και όλα αυτά υπό το κίτρινο φως των ακόμα αναμμένων φανοστατών.
Η αλήθεια είναι πως, παρόλο που δεν το παραδεχόταν στους γύρω του, ο Υάκινθος είχε μια περίεργη αγάπη για αυτές τις ώρες, τις μεταβατικές, τις «ώρες-σχεδόν» όπως τις είχε βαφτίσει στο μυαλό του. Λίγο πριν το ξημέρωμα και λίγο πριν τη δύση, τότε που δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα, που ο ουρανός δεν είναι απλά γαλάζιος, γκρί ή μαύρος, αλλά χρειάζεσαι χρωματολόγιο για να τον περιγράψεις. Αγαπούσε τις «ώρες-σχεδόν», γιατί έτσι ένιωθε κι αυτός, ένας «άνθρωπος-σχεδόν». Σχεδόν καλός στη δουλειά του, σχεδόν αγαπητός από τις παρέες του, την οικογένειά του, τις σχέσεις του, σχεδόν κοντά στους στόχους του μα ποτέ ακριβώς σε αυτούς. Ένας κινούμενος κατάλογος από σχεδόν επιτυχίες, σχεδόν συναισθήματα, σχεδόν καταστάσεις και σχεδόν ευκαιρίες.
Με τη Δάφνη δούλευαν λίγο παραπάνω από ένα χρόνο μαζί. Όσο διαφορετικοί χαρακτήρες κι αν ήταν, καθίστη σαφές από την αρχή πόσο «ταίριαζαν τα χνότα τους» (κι ας μισούσε αυτή τη φράση). Κάποιος -ο γραμματέας ή ο υπεύθυνος λογιστηρίου, δεν ήταν σίγουρος, η Δάφνη θα θυμάται καλύτερα- τους είχε πει ότι είναι σα να αλληλοσυμπληρώνονται.
«Δεν αλληλοσυμπληρωνόμαστε», απάντησε εκείνη, «Δε μας λείπει κάτι για να χρειάζεται συμπλήρωση. Είναι ωστόσο από τους ελάχιστους ανθρώπους που όχι απλά ανέχομαι την παρουσία του, αλλά την αποζητώ». Δε χρειάστηκε ποτέ να τον ρωτήσει αν ισχύει το αντίστροφο, γιατί έτσι κι αλλιώς ήξερε ήδη.
Αυτή ήταν δημοσιογράφος κι αυτός οπερατέρ, δύο από τους τυχερούς πρακτικάριους που το μικρομεσαίο τοπικό κανάλι αποφάσισε να κρατήσει και μετά τη λήξη της πρακτικής τους. «Όχι από τους τυχερούς, από τους ικανούς», άκουγε τη φωνή της μητέρας του στο κεφάλι του να τον διορθώνει.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, θεωρούνταν ακόμη «σxεδόν-νεοφερμένοι», οπότε τους ανέθεταν όλα εκείνα που οι άλλοι-οι παλιοί- θα προτιμούσαν να αποφύγουν. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και σήμερα, όταν γύρω στις 5:45 πμ χτύπησε το τηλέφωνο και τους είπαν για το πτώμα που βρέθηκε στο δάσος λίγο έξω από την πόλη.
«Θέλουμε κάποιον να πάει για να έχουμε live σύνδεση στην πρωινή εκπομπή», μιμήθηκε σαρκαστικά τη φωνή του κ. Νίκου η Δάφνη, «Τι εννοεί κάποιον; Αφού με παίρνεις ξημερώματα είναι σαφές ότι δε θες κάααποιον, θες εμένα!»
«Υπάρχει μια μεγάλη πιθανότητα να μη θυμάται το όνομά σου. Εμένα πχ με είπε Ιάκωβο. Το προτιμώ βέβαια από το Ιγνάτιος της προηγούμενης βδομάδας. Μπορείς να τσεκάρεις από ποια έξοδο πρέπει να βγω;»
Μέχρι να φτάσουν, είχε πλέον χαράξει για τα καλά. Πάρκαραν το αμάξι στην είσοδο του δάσους, έβαλαν σκουφιά και γάντια, γκρίνιαξαν για το πόσο κρύο έχει και ξεκίνησαν να περπατάνε. Με βάση την τοποθεσία που τους είχαν στείλει, έπρεπε απλά να ακολουθήσουν το μονοπάτι μέχρι το ξέφωτο. Αν οι μύτες τους δεν είχαν ήδη κοκκινίσει από το κρύο, αν ο Υάκινθος δεν προσπαθούσε να θυμηθεί αν είχε φορτίσει πλήρως την κάμερα, αν η Δάφνη δε σκεφτόταν πώς ταιριάζει να προσφωνήσει τους παρουσιαστές κι αν η συνθήκη που τους οδήγησε εκεί ήταν έστω λίγο πιο ευχάριστη, τότε πιθανώς να είχαν παρατηρήσει την απόκοσμη ομορφιά του τοπίου που τους περιέβαλλε. Όσο πλησίαζαν τη μικρή καρφίτσα στο χάρτη των κινητών τους, άρχισαν να ακούν ομιλίες και να βλέπουν τα χαρακτηριστικά μπλε φώτα της σειρήνας να αναβοσβήνουν κάπου ανάμεσα στους κορμούς, σημάδι ότι κάποιο περιπολικό είχε καταφέρει να φτάσει ως εκεί.
«Ποιος σκοτώνει κάποιον και τον παρατάει στη μέση του ξέφωτου;», έλεγε μια φωνή
«Κάποιος που θέλει να δούμε τι έκανε», απάντησε η Μυριέλλα Παναγωπούλου, η υπεύθυνη του τμήματος ανθρωποκτονιών. «Βρε, βρε καλώς τους», προσέθεσε τη στιγμή που η Δάφνη και ο Υάκινθος ξεπρόβαλλαν μέσα από τα δέντρα, «Δεν μπορεί, θα έρθει η στιγμή που θα ανακαλύψω τι άκρες έχει ο Νίκος στο τμήμα και οι δικοί του δημοσιογράφοι είναι πάντα πρώτοι. Τέλος πάντων, ο Κώστας, αυτός εκεί με το διακριτικό λαχανί κασκόλ, έχει φέρει ένα θερμός με καφέ, αν θέλετε πιείτε λίγο και κυρίως μείνετε μακριά από τα πόδια μας. Θα σας ενημερώσουμε σε λίγο»
Πριν προλάβουν να αντιδράσουν, η ανακοίνωση της ώρας θανάτου από την ιατροδικαστή τους έκανε να στρέψουν το βλέμμα τους προς το κέντρο του περιφραγμένου από ταινία χώρου. Και τότε τον είδαν… Στο έδαφος, σε ύπτια θέση βρισκόταν ένας άντρας. Φορούσε σκούρο μπλε κοστούμι, είχε σγουρά καστανά μαλλιά, φαινόταν ψηλός κι ελαφρώς μυώδης και το κυριότερο όλων έμοιαζε απλά σα να είχε πάρει την παράξενη απόφαση να ξαπλώσει. Τίποτα πάνω του ή ακόμα και τίποτα γύρω του δε θύμιζε μια χαρακτηριστική σκηνή εγκλήματος. Ούτε αίματα, ούτε σκισμένα ρούχα, μόνο ένα σώμα στο παγωμένο χώμα. Είχαν φυσικά ξαναντικρίσει πτώματα, ήταν άλλωστε κομμάτι της δουλειάς τους, πάντα όμως ένιωθαν ένα ρίγος να τους διαπερνά και την καρδιά τους να βουλιάζει. Αυτή τη φορά όμως ήταν και κάτι άλλο, ίσως έφταιγε η παγωμένη ατμόσφαιρα, ίσως η ησυχία που επικρατούσε γύρω τους, ίσως η αφύσικα φυσική παρουσία του άντρα εκεί, ίσως όλα ή ίσως και κάτι ακόμη που τους έκανε να νιώσουν σαν ο χρόνος να σταμάτησε. Πρώτη κατάφερε να συνέλθει η Δάφνη.
«Δεν έχουμε πολλή ώρα μέχρι τη σύνδεση», είπε, χωρίς να είναι σίγουρη αν απευθύνεται στους γύρω της ή στον εαυτό της, «Πρέπει να οργανωθούμε!»
Αφού ξεφύσηξε ελαφρώς ενοχλημένη, η Μυριέλλα έκανε νόημα στον Κώστα, τον αστυνομικό με τον καφέ, να τους πλησιάσει. «Πες τους μόνο αυτά που επιτρέπεται να μάθουν», κι απομακρύνθηκε για να κάνει ένα τηλεφώνημα.
Ο Υάκινθος είχε ακόμη στραμμένη την προσοχή του στον άντρα με το μπλε κοστούμι. Από την ενημέρωση κατάφερε να συγκρατήσει μόνο μερικές σκόρπιες φράσεις. Όπως φαίνεται, το πτώμα είχε βρεθεί γύρω στις 4 από ένα ζευγάρι που είχε βγει για μεταμεσονύχτια βόλτα στο δάσος.
«Βόλτα το λέμε τώρα», είπε κλείνοντας τους το μάτι ο Κώστας και δείχνοντας με το κεφάλι του τους δύο εμφανώς σοκαρισμένους νεαρούς που έδιναν κατάθεση λίγα μέτρα παραπέρα.
Προς το παρόν, υπήρχαν ελάχιστα ως καθόλου στοιχεία ή τουλάχιστον αυτή την εκδοχή προτιμούσαν να μοιραστούν με τον Τύπο. Η Δάφνη πάσχιζε να μάθει περισσότερες πληροφορίες, ωστόσο οι προσπάθειές της έπεφταν συνεχώς στο κενό.
«Όχι, δεν επιτρέπεται καμία ερώτηση στους μάρτυρες… Όχι, δεν ξέρουμε τίποτα για την ταυτότητά του… Όχι, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να προσδιοριστεί η αιτία θανάτου»
Τους έδειξε επίσης που μπορούν να σταθούν με την κάμερα -αρκετά μακριά και σε γωνία που απέκλειε τη δυνατότητα να έχουν πλάνο από την περιφραγμένη περιοχή- πρόσεθε κάτι του στιλ «Αρκετά, πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου» και ξεκίνησε να απομακρύνεται.
«Μισό λεπτό», του φώναξε η Δάφνη, «Θέλετε μήπως να είστε κι εσείς στη σύνδεση;». Έπαιζε το τελευταίο της χαρτί. Είχε μία θεωρία πως υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που με το που βλέπουν ρεπόρτερ παριστάνουν ότι μιλάνε στο κινητό για να μην τους σταματήσουν κι αυτοί που θα κλείσουν το κινητό ακόμα και στο αφεντικό τους μόνο και μόνο για να εμφανιστούν στο Γυαλί. Πόνταρε πως ο αστυνόμος ανήκει στη δεύτερη κατηγορία και παράλληλα ήξερε ότι έτσι θα ήταν πιο εύκολο να του αποσπάσει παραπάνω στοιχεία, όσο αυτός θα ήταν απασχολημένος με το πώς «γράφει». Δεν είχε άδικο…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
#PHOTOEPISODES