«Ο άντρας με το σκούρο μπλε κοστούμι» Photo-Episode A, pt.2

«Για άλλη μια φορά εγώ έπεσα μέσα κι ο αγαπητός Κώστας έπεσε στην παγίδα μου», δήλωσε η Δάφνη μία περίπου ώρα αργότερα, καθώς έκλεινε την πόρτα του αυτοκινήτου.

Καμία απάντηση.

«Τι σου συμβαίνει;», ρώτησε, με τον τόνο της φωνής της να μετατρέπεται αμέσως από περήφανο σε ανήσυχο, «Σχεδόν δεν έχεις αρθρώσει λέξη από τότε που είδαμε το πτώμα. Δεν είναι ευχάριστο θέαμα φυσικά, αλλά δε νομίζω ότι έχεις ξαναϋπάρξει τόσο ταραγμένος»

«Πάντα πέφτεις μέσα σε αυτά, ξέρεις να διαβάζεις τους ανθρώπους», της απάντησε, «Δεν λέει να πάρει μπρος η αναθεματισμένη η μηχανή όμως!», προσέθεσε με παραπάνω νεύρα από αυτά που πραγματικά είχε, σε μια προσπάθεια να αγνοήσει το δεύτερο μέρος της πρότασής της. Εκείνη ωστόσο συνέχιζε να τον κοιτάει διερευνητικά.

«Τι σου συμβαίνει;», ρώτησε πάλι, πιο εμφατικά αυτή τη φορά.

«Εσύ δεν αισθάνθηκες περίεργα;»

«Τι εννοείς περίεργα; Δεν αισθάνθηκα καλά, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, ήταν όμως όπως είναι πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν αποκλείω μια μικρή υπαρξιακή κρίση σήμερα το βράδυ, αλλά ξέρουμε κι οι δύο ότι δε χρειάζομαι υποχρεωτικά αφορμή για κάτι τέτοιο. Δεν είμαι όμως εγώ το ζήτημα τώρα. Θα ήταν παράλογο ή μάλλον ανησυχητικό να μη μας επηρέαζαν όλα αυτά, απλά αισθάνομαι ότι αυτή τη φορά υπάρχει και κάτι άλλο»

Ο Υάκινθος πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. «Ένιωσα σα να τον ξέρω. Δεν…δεν εννοώ ότι μου θύμιζε κάποιον γνωστό μου, απλά υπήρχε κάτι… οικείο πάνω του»

Παύση. Υπήρχαν κι άλλα που ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε πώς. Δεν ήξερε γιατί από τη στιγμή που το βλέμμα του έπεσε πάνω στο νεκρό άντρα με το σκούρο μπλε κοστούμι ένιωσε σα να βουβάθηκαν τα πάντα, σα να μην υπήρχε κανείς και τίποτα άλλο γύρω του στο ξέφωτο. Για δευτερόλεπτα ήταν σα να παρακολουθούσε την ίδια σκηνή από τα δικά του μάτια, αλλά και από τα μάτια ενός τρίτου. Κοίταγε το σώμα στο έδαφος, μα ταυτόχρονα ένιωθε σα να μπορούσε να δει και τον εαυτό του να το κοιτάει. Προφανώς και τα φαντάστηκε όλα αυτά, σωστά; Έπρεπε να τα φαντάστηκε! Παιχνίδια ενός μυαλού που δεν έχει κοιμηθεί καλά. Ναι, αυτή ήταν η μοναδική λογική εξήγηση! Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος να ταράξει παραπάνω τη Δάφνη.

«Ήταν φυσικά η ιδέα μου», επέλεξε τελικά να συμπληρώσει, ακολουθώντας με το βλέμμα του ένα φύλλο που ταξίδευε στον άνεμο έξω από το παρμπριζ. «Η ιδέα μου», επανέλαβε μουρμουρίζοντας και ξαναδοκίμασε να βάλει μπροστά το αμάξι.

«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!», αναφώνησε, «Λίγο ακόμη και θα είχα αναγκαστεί να τηλεφωνήσω στο Χρήστο», είπε, προσπαθώντας να ελαφρύνει κάπως την ατμόσφαιρα. Ο Χρήστος ήταν ξάδερφός του, μηχανικός αυτοκινήτων και το κυριότερο -όπως είχε τυχαία αποδειχθεί γιατί τι μικρός που είναι ο κόσμος- ο παιδικός έρωτας της Δάφνης, που πιθανώς δεν ήταν μόνο παιδικός, κι ας το αρνιόταν πεισματικά.

«Πιο γρήγορα θα φτάναμε περπατώντας από το να περιμένουμε να σου απαντήσει», αποκρίθηκε εκείνη, συνεχίζοντας όμως να τον καρφώνει εξονυχιστικά.

«Μην το κάνεις αυτό», της είπε καθώς έβγαινε στον περιφερειακό, «Ξέρεις πόσο με αγχώνει να με κοιτάνε όσο οδηγώ. Καλά είμαι!»

Ήξερε πόσο τον αγχώνει. Παράλληλα όμως, γνώριζε κι ότι δεν ήταν καλά, ωστόσο αποφάσισε να του δώσει λίγο χρόνο να ηρεμήσει και θα τον ξαναρωτούσε αργότερα. Πήρε το κινητό της, το συγχρόνισε με τα ηχεία, διάλεξε την πιο χαρούμενη playlist που βρήκε και δυνάμωσε την ένταση σχεδόν στο φουλ. Στην τελική, έτσι συνήθιζαν να κάνουν στο γυρισμό από ένα ρεπορταζ φόνου, να βάζουν μουσική τόσο δυνατά για να μην ακουν τις σκέψεις τους και κάπου εκεί, μετά το 5ο-6ο τραγούδι, αισθανόντουσαν κατά κανόνα λίγο καλύτερα. Θα τον ξαναρωτούσε σίγουρα αργότερα, γιατί συνειδητοποίησε πως ίσως είχε νιώσει κι αυτή σα να ήξερε το νεκρό άντρα με το σκούρο μπλε κοστούμι.

Ούτε κατάλαβε πώς πέρασε η μέρα. Το μυαλό του Υάκινθου ήταν συνέχεια κολλημένο εκεί. Όσο κι αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι σίγουρα υπάρχει μια απολύτως φυσιολογική εξήγηση, δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται την ίδια σκηνή ξανά και ξανά. Το ξέφωτο, την ταινία της αστυνομίας και στη μέση το άψυχο σώμα στο παγωμένο έδαφος. Σιγά, σιγά παρατηρούσε κι άλλες λεπτομέρειες, αν και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν υπήρξαν πραγματικά ή αν ήταν αποκύημα της φαντασίας του που οργίαζε. Θυμόταν σίγουρα ότι όταν έφυγε το πρωί από το σπίτι, αλλά και όταν γυρνούσε φυσούσε πολύ. Εντός του δάσους όμως, επικρατούσε απόλυτη άπνοια…

«Τα δέντρα», αναλογίστηκε, «Τα δέντρα λειτουργούσαν απλά ως ανεμοφράκτες»

Ύστερα, ήταν και κάτι άλλο, πού ήταν τα πουλιά; Δεν ακούστηκε ούτε ένα κελάηδισμα όσο ήταν εκεί…

«Μάλλον δε θα το πρόσεξα», επιχείρησε να προσθέσει η φωνή της λογικής στο κεφάλι του.

Το βασικό ερώτημα ωστόσο, ήταν τι στο καλό συνέβη με τον άγνωστο άντρα και γιατί ο θάνατός του είχε τέτοια επίδραση πάνω του;

Γύρω στις 4:30 μμ, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε πλέον να καταπολεμήσει άλλο την παράλογη παρόρμηση να επιστρέψει στο δάσος. Δεν ήξερε αν θα έβρισκε απαντήσεις, δεν ήξερε καν ξεκάθαρα ποιες ήταν οι ερωτήσεις του, ωστόσο ένιωθε σαν κάτι να τον καλούσε να γυρίσει εκεί.

Μέχρι να φτάσει, ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει. Οι μπλε αποχρώσεις που κυριαρχούσαν το πρωί είχαν πλέον αντικατασταθεί από πορτοκαλί παιχνδιάσματα του φωτός και το σκηνικό είχε σχεδόν μεταμορφωθεί. Για ακόμη μια φορά όμως, επικρατούσε αυτή η απόκοσμη ησυχία. Το μόνο που άκουγε ήταν την καρδιά του που πήγαινε να σπάσει και τα φύλλα που πατούσε στο διάβα του. Προχωρούσε βιαστικά στο μονοπάτι, κοιτάζοντας συνέχεια πίσω του, έχοντας την εντύπωση ότι τον ακολουθούν. Δεν έβλεπε κανέναν. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καμία άλλη κίνηση γύρω του. Αν βρισκόταν αληθινά κάποιος και τον παρατηρούσε, ίσως σχολίαζε πως έμοιαζε σαν ο Υάκινθος να ήταν το μοναδικό κινούμενο στοιχείο σε σε μια σειρά από παρόμοιες, διαδοχικές, ακίνητες εικόνες.

Η διαδρομή μέχρι το ξέφωτο του φάνηκε σα να κράτησε ολόκληρες ώρες μα και ταυτόχρονα μερικά μόνο λεπτά. Έριξε μια ματιά γύρω του. Δεν υπήρχε ουδεμία ένδειξη ότι το ίδιο πρωινό βρισκόταν εκεί ένα πτώμα, το τμήμα ανθρωποκτονιών και δύο «σχεδον-νεοφερμένοι» απεσταλμένοι από το μικρομεσαίο τοπικό κανάλι. Ξαφνικά, αρκετά μέτρα από το σημείο που στεκόταν, κάτι ανάμεσα στους κορμούς του τράβηξε την προσοχή. Η υποψία της φόδρας από ένα σκούρο μπλε σακάκι. Κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάται…

Ξύπνησε από το κουδούνισμα του κινητού του. Γύρισε πλευρό στο κρεβάτι και μέσα στη θολούρα του ύπνου του κατάφερε να δει φευγαλέα την ώρα και το όνομα που αναγραφόταν στην οθόνη πριν απαντήσει στην κλήση, 5:47, κος Νίκος – δουλειά.

Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα όταν πάρκαρε με αλαρμ έξω από το σπίτι της Δάφνης και της έστειλε μήνυμα να κατέβει.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στις ταινίες τα πτώματα ανακαλύπτονται σε φυσιολογικές εργάσιμες ώρες, ενώ εμάς μας καλούν μονίμως χαράματα. Διάλεξε το αστυνομικό ρεπορτάζ είπαν, θα έχει πλάκα είπαν…», σχεδόν μονολόγησε εκείνη καθώς βολευόταν στη θέση του συνοδηγού.

Σα να του φαινόταν γνώριμο όλο αυτό…μπα, η ιδέα του θα ήταν

«Καλημέρα και σε εσένα. Μάλλον γιατί το έγκλημα δεν κοιμάται ποτέ», της απάντησε με ψεύτικο στόμφο.

«Κοιμάμαι όμως εγώ», μουρμούρισε κατσουφιασμένη αυτή πριν πάρει τον καφέ που της προσέφερε, «Καλημέρα», προσέθεσε σε ελαφρώς πιο ευδιάθετο τόνο όσο το αυτοκίνητο ξεκινούσε…

ΤΕΛΟΣ

#PHOTOEPISODES

Παρόμοια Άρθρα

Osmosis - TEDx AUTH
Περισσότερα
The Cleaningans - TEDx AUTH
Περισσότερα
lets-talk-about-comedy
Περισσότερα