Δεν είναι κρυφό ότι οι ανθρώπινες σχέσεις θα ήταν πολύ ευκολότερες αν οι άνθρωποι ήμασταν προετοιμασμένοι κατάλληλα να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα να λαβωθούμε. Αν υπήρχε κάποιο φάρμακο, κάποιες κατευθυντήριες γραμμές που θα τις ακολουθούσες πιστά γιατί θα ήξερες ότι μόνο έτσι θα έκλειναν οι πληγές σου. Όπως για τα τραύματα του σώματος ένας γιατρός με τα κατάλληλα φάρμακα και τις οδηγίες του μπορεί να σε θεραπεύσει, έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει και με την πληγωμένη ψυχή. Να υπάρχει έστω κάποιο πλάνο που θα σου υπαγόρευε βήμα-βήμα τι θα έπρεπε να κάνεις και εσύ θα πιανόσουν από πάνω του σαν από σανίδα σωτηρίας και θα έβαζες στη θέση τους τα θραύσματα της τσακισμένης σου καρδιάς. Ή ακόμη καλύτερα, -σε μια πιο ουτοπική προσέγγιση- ένα μαγικό κουμπί που θα επανάφερε το συναισθηματικό σου κόσμο στην προηγούμενή του ισορροπημένη κατάσταση και εσύ θα έβγαινες αλώβητος από αυτό που μοιάζει με πεδίο μάχης με επίκεντρο τα αισθήματά σου. Αλίμονο όμως, θα ήταν πολύ βολικό να δούλευε έτσι. Ανήμπορος να βοηθήσεις τον εαυτό σου με τους συνηθισμένους τρόπους, στο μυαλό σου τριγυρνά μονάχα ένα ερώτημα: πώς θα πάψεις να πονάς;
Τα τραύματα της καρδιάς διαφέρουν από τα σωματικά και ίσως είναι αυτό που τα κάνει και πιο ανθεκτικά σε κάθε προσπάθεια επούλωσής τους. Γιατί όταν νιώσεις την πληγή να ανοίγει και γυρίσεις σαστισμένος να την περιεργαστείς θα συνειδητοποιήσεις ότι εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει αίμα υπάρχει μονάχα πόνος. Πόνος αβάσταχτος, ωμός, βαθύς, που σε κάνει να ουρλιάζεις, να κλαις, να σπαράζεις, να ασφυκτιείς. Και η πληγωμένη σου καρδιά διαγράφει πάνω σου τα σημάδια της και εσύ αρχίζεις να τα βλέπεις ακόμη και στο σώμα σου. Κάθε βραδιά -ο αριθμός των οποίων ελάχιστη έχει πια σημασία για σένα- που στέκεσαι μπροστά από τον καθρέφτη σου, ο οποίος κάθε άλλο παρά ευγενικός είναι μαζί σου. Κάθε βραδιά που σε βρίσκει ξανά μπροστά από το κομμάτι ψυχρού γυαλιού με το βλέμμα σου καρφωμένο στη μορφή που αντανακλά μέσα του. Να περιεργάζεσαι κάθε λεπτομέρειά της. Κάθε σπιθαμή. Κάθε γραμμή και κάθε καμπύλη της και εσύ να μην αναγνωρίζεις πλέον τον εαυτό σου.
Ανεφοδίαστος μπροστά στο άγνωστο κουβάρι συναισθημάτων και πόνου που απλώνεται σε κάθε κύτταρο του κορμιού σου, υποκύπτεις στα ένστικτά σου που σου υπαγορεύουν να προσπαθήσεις να σώσεις ό,τι ακόμη μπορείς και καταφεύγεις στην πιο απλή λύση: την προσποίηση. Αποφασίζεις να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν νοιάζεται πια, ότι δεν κλαίει, ότι δε λυπάται. Να θάψεις μέσα σου όσο πιο βαθιά μπορείς τον πόνο, τη θλίψη, την οργή, την απελπισία, την αγανάκτηση, τα αισθήματα που είναι ακόμη εκεί. Να τα κρύψεις σε ένα μέρος του μυαλού σου που ούτε εσύ ο ίδιος δε θα έχεις πρόσβαση. Να βάλεις ένα τσιρότο σε μια πληγή που αιμορραγεί ασταμάτητα πόνο και να αφήσεις τον πληγωμένο σου εαυτό έστω να ελπίζει πως αν σταματήσει να την κοιτά, θα πάψει και να νιώθει. Να κλείσεις όλα αυτά που αισθάνεσαι σε ένα κουτί και να πετάξεις το κλειδί σε ένα συρτάρι, ελπίζοντας πως θα ξεχάσεις την ύπαρξή του.
Τα κάνεις όλα αυτά με μια επιμέλεια που όμοιά της δεν έχεις ξαναδείξει. Ίσως γιατί κατά βάθος ξέρεις ότι αν όλα αυτά που νιώθεις βρεθούν ξανά στα χέρια σου, θα είναι ένα όπλο που θα μπορεί να σημαδέψει μόνο εσένα. Και με την παραμικρή δυσκολία να σε κάνει να πατήσεις την υποθετική σκανδάλη και να ανοίξεις όσα με περίσσεια δύναμη και κόπο σφράγισες, απλά και μόνο για να μπορέσεις να ξαναντικρύσεις το καλό μέσα σε όλο το κακό των πραγμάτων που σε πόνεσαν. Γνωρίζεις όμως -ή θα καταλάβεις σταδιακά- ότι το να αρνηθείς τον πόνο δε θα σε κάνει να πάψεις όντως να πονάς. Ίσως μουδιάσεις για λίγο την πληγή, ναι. Ίσως ό,τι νιώθεις περιοριστεί όσο χρησιμοποιείς όλη σου τη δύναμη, την αντοχή, ακόμη και την τέχνη σου για να ξεγελάσεις τους γύρω σου, εσένα τον ίδιο, τους θεούς και τους δαίμονές σου και να τους πείσεις ότι έχεις πλέον γιατρευτεί, όσο κι αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Και το ερώτημα του πώς θα πάψεις να πονάς παραμένει εκεί, σα σκιά πάνω από το κεφάλι σου, και απειλεί να σε κατασπαράξει αν δε βρεις την απάντηση.
Μέχρι που τελικά, σαν σε μια πράξη ηρωισμού για τον ίδιο σου τον εαυτό, αποφασίζεις να σου δώσεις την ισχυρότερη δύναμη όλων: τον χρόνο. Σου επιτρέπεις να πιστέψεις στην ικανότητα του -ως μαγικού μάλλον γιατρού-, να επουλώνει ακόμη και τις πιο βαθιές πληγές. Στην ικανότητά του να συμφιλιώνει τα αισθήματα με τη λογική. Στην ικανότητά του να αφήνει πίσω του απόηχους φωνών, αγγίγματα που είναι ακόμη ζεστά πάνω σου, βλέμματα που ορκίζεσαι ότι ήταν ό,τι πιο αληθινό έχεις αντικρύσει ποτέ, αγκαλιές που σε έσφιξαν λίγο παραπάνω από όσο ήσουν προετοιμασμένος να αντέξεις εκείνη τη στιγμή. Στην ικανότητά του να σε κάνει να αναγεννηθείς πιο ισχυρός από τα κομμάτια σου. Ποντάρεις όλες σου τις ελπίδες στο χρόνο και παρακαλείς το τσιρότο που έβαλες να πάψει να γεμίζει από πόνο και το κουτί που στοίβαξες άτσαλα όσα νιώθεις να μην ανοίξει απότομα, χτυπώντας σε κατάμουτρα με όσα προσπαθούσες να αφήσεις πίσω σου.