Αναπολώντας το main event του TEDxAUTH για το 2022, εκείνοι που είχαμε την τύχη να συμμετάσχουμε με καποιον τρόπο σε αυτό, νιώθουμε μια γλυκόπικρη αίσθηση, απ΄τη μία ευδαιμονία, απ΄την άλλη νοσταλγία. Έφυγε η Ίριδα και μαζί της πήρε το ουράνιο τόξο, αφήνοντας το μουντό ουρανό σε αποχρώσεις του γκρίζου. Αναζητώντας λοιπόν μερικές αχτίδες φωτός, και μιας και που τα θερινά σινεμά έχουν ανοίξει, απευθύνθηκα στον Άκη Καπράνο, κριτικό ταινιών, ιδρυτή και συντονιστή του Midnight Express και της Midnight Express Records, ραδιοφωνικό παραγωγό και τόσα άλλα που καλύτερα να σας τα διηγηθεί ο ίδιος. Έτσι, βρήκα μια χούφτα ελπίδας που μάταια έψαχνα μέσα μου και γράφω ένα απόγευμα που ο ήλιος πότε λάμπει ασθενικά, πότε κρύβεται σαν να αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική μας κατάσταση στους παράξενους καιρούς που ζούμε, ευελπιστώντας ότι θα τη μεταδώσω και σε εσάς.
Μιλήσαμε για πολλή ώρα με τον Άκη και έμαθα πάρα πολλά. Τον ευχαριστώ θερμά για το χρόνο που μου διέθεσε και τη θαυμάσια συζήτηση.
-Αρχικά, θα ήθελα να συστήσεις στους αναγνώστες του TEDxAUTH εσένα.
-Με λένε Άκη Καπράνο, είμαι κριτικός κινηματογράφου και μουσικός και έχω περάσει από διάφορα πόστα όλα αυτά τα χρόνια, είναι πάρα πολλά για να τα αναφέρουμε όλα. Αυτή την περίοδο γράφω στη LiFo, είμαι ο κριτικός κινηματογράφου της εφημερίδας Ναυτεμπορική, κάνω εδώ και 29 χρόνια μια εκπομπή για τον κινηματογράφο («Ραδιοφωνική Οθόνη») στο Κανάλι 1, το Δημοτικό ραδιόφωνο του Πειραιά –είναι η μακροβιότερη εκπομπή για το cinema στα έστω «στενά» χρονικά του ελληνικού ραδιοφώνου– και ανά περιόδους διδάσκω στο New York College. Είμαι επίσης μουσικός και υπήρξα drummer στη δεκαετία του ‘90 για «σκληρές» μπάντες, του ακραίου ήχου, όπως οι Septic Flesh. Έχω συνθέσει επίσης μουσική για ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους και συνεχίζω να γράφω μουσική για ταινίες μέχρι σήμερα. Είμαι επίσης ο άνθρωπος πίσω από το κύκλωμα μεταμεσονύχτιων προβολών «Midnight Express» σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Σύντομα μάλιστα θα επεκταθούμε κι άλλο. Τέλος, διευθύνω και το δισκογραφικό label «Midnight Express Records» που ειδικεύεται σε ανατυπώσεις κλασσικών soundtracks σε βινύλιο.
-Τι είναι το Midnight Express και πώς γεννήθηκε ως ιδέα;
-Το Midnight Express είναι ένα κύκλωμα προβολών που δρα κάπως υπόγεια. Ήταν μια ιδέα που είχα μέσα μου πολλά χρόνια, η οποία ξεκίνησε από την ανάμνηση των παλαιότερων μεταμεσονύχτιων προβολών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα ξεκίνησαν αμέσως μετά την μεταπολίτευση, τις πρώτες τις διοργανώνουν ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης και ο Νίκος Ζερβός, αργότερα ο Βαγγέλης Κοτρώνης που άφησε πολύ σημαντικό έργο, ο Βάσος Γεώργας που τις εδραίωσε στα ’80s. Στη Θεσσαλονίκη τις ξεκίνησαν οι αδελφοί Δεληολάνη (Περικλής & Γιάννης), σπουδαίοι κριτικοί της πόλης. Ο Γιάννης ήταν και επιστήθιος φίλος μου. Μεγάλωσα λοιπόν σε αυτές τις προβολές, πήγαινα από 13-14 ετών γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να δεις ταινίες π.χ του Dario Argento ή του Lucio Fulci στις πραγματικές τους διαστάσεις. Αυτές οι ταινίες υπήρχαν μόνο σε VHS, όπου είχες την εικόνα τετράγωνη. Στο cinemascope κάδρο «έχανες» γιατί ουσιαστικά έκαναν zoom in στην εικόνα και έβλεπες δύο μύτες να συζητάνε. Ήταν ενοχλητικό. Οπότε πήγαινες στο σινεμά από ανάγκη. Βέβαια εκεί είχες άλλα προβλήματα. Αυτές οι κόπιες φιλμ είχαν μείνει σε αποθήκες από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 που σημαίνει ότι τις είχε περιλάβει η λογοκρισία της χούντας, άρα πολλές σκηνές ήταν κομμένες, αλλά τουλάχιστον έβλεπες τη σύνθεση ολόκληρη. Ταξιδεύοντας έξω αργότερα όμως, συνειδητοποίησα πως το μεταμεσονύχτιο slot δεν είναι μόνο για χαβαλέ ή για horror, αλλά μπορεί να δεχθεί άνετα και το αποτύπωμα που έχει αφήσει η pop κουλτούρα όλα αυτά τα χρόνια -το οποίο στην Ελλάδα δεν το έχουμε αφουγκραστεί. Έχει θέση, ας πούμε, και μια ταινία που δεν είπε τίποτα στους κριτικούς και δεν είναι cult movie. Έχω επίσης άπειρες αγαπημένες ταινίες που δεν τις έχω δει ποτέ σινεμά. Επομένως το Midnight Express ξεκινά ως συγκερασμός αυτών των ιδεών. Η σημαντικότερη όμως αφορμή που οδήγησε στη δημιουργία του ήταν ότι εγώ βρισκόμουν σε μια προσωπική στιγμή κάπως παράξενη και μεταιχμιακή και είχα ουσιαστική ανάγκη να κάνω κάτι και να νιώσω καλά με εμένα που το έκανε, χωρίς να με νοιάζει αν θα έχει απήχηση.
-Πώς τελικά υλοποιήθηκε το Midnight Express;
-Κανείς αιθουσάρχης δεν πίστευε σε αυτό το πράγμα, έτρωγα πόρτα, όλοι μου έλεγαν ότι οι πιτσιρικάδες δεν πηγαίνουν πλέον σινεμά. Οι αιθουσάρχες και οι διανομείς είναι συντηρητική κάστα επαγγελματιών, ελάχιστοι κοιτάζουν μακροπρόθεσμα. Μια από αυτούς τους λίγους είναι η Πέγκυ Ρίγγα, που έχει την Ααβόρα, τη Ριβιέρα και το Βοξ. Όλα ξεκίνησαν με το θάνατο του David Bowie. Τρεις μέρες μετά διοργανώσαμε στην Ααβόρα την προβολή τριών ταινιών, ήταν το The Hunger και το The Man Who Fell to Earth με τον Bowie και παίξαμε και το τελευταίο live των Ziggy Stardust and the Spiders from Mars. Η Ααβόρα γέμισε, τόσο που δημιουργήθηκε απ’έξω πιάτσα ταξί εκεί που δεν υπήρχε. Εκεί πάνω της το πετάω, «ρε Πέγκυ, προσπαθώ 4 χρόνια να κάνω αυτό» και μου λέει «μπες στην Ααβόρα και κάνε ό,τι θέλεις». Έτσι ξεκίνησε, εγώ δεν είχα ιδέα πώς γίνεται αυτό, πώς βρίσκεις ταινίες, πώς πληρώνεις δικαιώματα, πώς κάνεις υποτιτλισμό κτλ., τα έμαθα στην πορεία. Ό,τι βλεπετε στις προβολές είναι δουλειά δική μου, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό.
-Πώς εξέλαβε το Midnight Express το κοινό;
-Δεν έστειλα ποτέ κανένα δελτίο τύπου, ο κόσμος το έμαθε από στόμα σε στόμα, άρχισε να έρχεται και τους άρεσε η φάση. Και η φάση είναι πως υπάρχουμε συλλογικά, επικοινωνούμε με την ταινία που βλέπουμε και αντιδράμε όπως θέλουμε σε αυτή –από τη στιγμή που την αγαπάμε. Έχω πάντα αυτό το παράδειγμα, είχα πάει σε ένα «κυριλέ» σινεμά αποκλειστικά για σινεφίλ να ξαναδώ τον Κυνόδοντα που είχα δει στις Κάννες, όπου είχαμε πεθάνει στο γέλιο με το χιούμορ της ταινίας, και εκεί μόλις πήγα να γελάσω μου κάνανε νόημα να σωπάσω. Αυτό το συντηρητικό κοινό υπάρχει, αλλά εγώ πιστεύω ότι δεν είσαι σινεφίλ αν αντιδράς έτσι. Πιστεύω ότι η αγάπη για τον κινηματογράφο είναι σαν το νερό, φτάνει σε όλα τα επίπεδα της ζωής σου και επηρεάζει το πώς τρώς, τι άρωμα φοράς, εννοείται τις σχέσεις σου, τα πάντα. Για αυτό δεν έχουμε μόλις τελειώσει η ταινία κουβέντα με το κοινό, τύπου «τελείωσε η ταινία, ελάτε να σας πω τι είδατε». Αυτό το σιχαίνομαι, εγώ θα πω δυο κουβέντες στην αρχή και μετά το βρίσκετε μόνοι σας.
-Υπάρχει μια διττότητα τόσο στο κινηματογράφο, αλλά και στο Midnight Express ειδικά, με την έννοια ότι μέσα από αυτό γιορτάζουμε χαρούμενες στιγμές, αλλά αντιμετωπίζουμε και τη θλίψη ή την απώλεια. Πώς το βιώνεις εσύ αυτό, τι συναισθήματα σου γεννά;
-Κοίτα, εγώ δεν περίμενα να πάει καλά όλο αυτό. Όταν όμως άρχισε να έρχεται κόσμος σκέφτηκα ότι με αυτόν τον κόσμο επικοινωνώ. Άρα μας ενώνουν και άλλα κοινά. Ας πούμε, όταν διαδικτυακά τέθηκε το ζήτημα της οικονομικής ενίσχυσης για τη δίκη των δολοφόνων του Ζακ Κωστόπουλου, παρατήρησα πως γινόταν πολλές εκδηλώσεις «μνήμης» αλλά καμιά «μεγάλη» διοργάνωση δεν έδινε λεφτά. Έκανα λοιπόν μια προβολή του The Rocky Horror Picture Show, όπου τα καθαρά έσοδα πήγαν εκεί. Το ίδιο κάναμε και για τους πυρόπληκτους της Εύβοιας πέρσι το καλοκαίρι –μαζεύτηκε ένα πολύ σημαντικό ποσό. Το Midnight Express είναι χώρος ανοιχτός. Εφόσον δε βγάζω λεφτά από το Midnight Express και εφόσον υπάρχει κόσμος που το στηρίζει, γιατί ο κόσμος είναι η δύναμή του, νιώθω ότι εκτός από κινηματογραφική ενσυναίσθηση έχουμε και κοινωνική και ανθρώπινη ενσυναίσθηση. Ό,τι βγάζω από αυτή την ιστορία πάει στις ταινίες, γιατί οι ταινίες κοστίζουν. Ξέρεις, την πρώτη φορά που έγινε αυτό με τον Bowie, ήμασταν όλοι σαν σε μνημόσυνο, όμως νιώθαμε και μια ζεστασιά μέσα σε όλο αυτό. Ήταν η πρώτη φορά που είπα «έκανα κάτι καλό». Αυτό ως κριτικός δεν μπορείς να το νιώσεις –όχι έτσι. Το σινεμά είπες είναι διττό, εγώ έχω τη λέξη χαρμολύπη. Μπορεί να είσαι χαρούμενος και να λυπάσαι που η ταινία τελείωσε. Το πρόβλημα με το σινεμά είναι ότι τελειώνει.
-Έχεις δηλώσει, σε νύχτα προβολής του Midnight Express, ότι το ίδιο χαρούμενο θα σε έκανε να δείς τον κόσμο να πηγαίνει σε οποιοδήποτε άλλο σινεμά. Από πού πηγάζει αυτή σου η αντιμετώπιση;
-Θέλω να πηγαίνει ο κόσμος σινεμά. Εγώ μεγάλωσα στο σινεμά. Ήμουν κάπως κλειστό παιδί και μέσα από τις ταινίες έμαθα πρώτα τι (μπορεί να) σημαίνει φιλία, αγάπη, έρωτας, το βάρος ή η ελαφρότητα ενός αγγίγματος. Δε γίνεται να συνηθίσουμε την κλεισούρα – δεν ήρθαμε σ’ αυτό τον κόσμο για να κλειστούμε σπίτια μας. Αυτό είναι το ζήτημα, είμαστε όλοι institutionalised. Οι πλατφόρμες σου λένε: Εδώ θα βρεις όλες τις ταινίες που θες, εδώ θα βρεις ό,τι φαγητό θες, μη βγεις έξω, μη δεις ανθρωπο, δε χρειάζεται. Αυτό υπήρχε από πριν, δεν είναι τάση που έφερε ο covid, αλλά τη γιγάντωσε. Εγώ θέλω να διασωθεί η μαρτυρία της εμπειρίας. Μόνο μέσα στο σινεμά καταλαβαίνεις τι ταινία είδες, όταν αφήνεις και την ενέργεια των άλλων να περάσει από μέσα σου. Ταινίες που έχω λιώσει σε VHS και έπειτα σε Blu-ray, μόνο όταν τις είδα σε σινεμά με κοινό κατάλαβα τι έβλεπα σ’ αυτές τόσα χρόνια. Δεν νοείται για ‘μένα ανθρώπινη ζωή χωρίς ενσυναίσθηση. Το σινεμά είναι ενσυναίσθηση. Στην Ελλάδα ειδικά το σινεμά δέχεται πολύ βρώμικο πόλεμο. Εντάξει, δεν μπορώ λοιπόν να μη λέω λοιπόν «πάτε σινεμά»!
-Ένα πράγμα που ξεχώρισα από το Midnight Express, πέρα από τις φανταστικές ταινίες που επιλέγεις, είναι ότι στο τέλος κάθε προβολής, κατά την έξοδο, καληνυχτίζεις και ευχαριστείς τ@ κάθε ένα ξεχωριστά. Το νιώθεις αυτό ως υποχρέωση ή ανάγκη σου, και γιατί;
-Όχι ανάγκη. Κάθε φορά που προλογίζω μια ταινία στο Midnight Express, κλείνω πάντα με την ίδια πρόταση: «Αυτή είναι μια ταινία που θα μπορούσατε να δείτε σπίτι αλλά, παρόλα αυτά, ήρθατε εδώ για να ζήσουμε αυτό όλοι μαζί». Που σημαίνει, θα μπορούσες να κάτσεις σπίτι αλλά βγήκες, για τη ταινία, για τη κατάσταση. Ξέρεις, το Midnight Express έχει πρόσωπο και είμαι εγώ που πάω να χτυπήσω συνειδητά το βόλεμά σου, αυτός είναι ο εχθρός μου, οπότε εκτιμώ τρομερά που επεκτάθηκες της βολής σου και ήρθες μέχρι εδώ, και σε ευχαριστώ γι αυτό. Όπως είπα στην αρχή, δεν έστειλα ποτέ δελτίο τύπου σε έντυπο. Αυτή η ιστορία υπάρχει μόνο επειδή τη στηρίζει ο κόσμος της. Δεν είναι ανάγκη λοιπόν, αλλά ναι, την αισθάνομαι την υποχρέωση. Και μου φαίνεται σωστό που την αισθάνομαι. Επίσης, νιώθω καλύτερα όταν το κάνω και αρέσει στον κόσμο να τον χαιρετάει κάποιος. Είναι σίγουρα το ανάποδο από προβολές κινηματογράφου που με το που βγαίνουν τα credits ανάβουν τα φώτα και «άντε γεια», είναι λίγο coitus interruptus αυτή η φάση.
-Από που πιστεύεις προέρχεται το αίσθημα της κάθαρσης που μας κάνει να νιώθουμε ο κινηματογράφος, ειδικά η παρακολούθηση μιας ταινίας με φυσική παρουσία σε ένα σινεμά;
-[…] Το ερώτημα δηλαδή είναι τι εκπληρώνει το σινεμά μέσα μας. Επειδή σκέφτομαι κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο, υπάρχει μια ταινία που αγαπώ πάρα πολύ και λέγεται Holy Motors, στην οποία ο πρωταγωνιστής αλλάζει συνέχεια ρόλους. Νομίζω μέσα από το σινεμά μπορούμε να ζήσουμε άλλες ζωές, να «κοροϊδέψουμε» το σύμπαν και να ζήσουμε σε ένα παράπλευρο, το λεγόμενο multiverse που υπάρχει από τότε που δημιουργήθηκε το σινεμά, από την Άφιξη του Τρένου στο Σταθμό στη Λυών, που είναι η πρώτη ταινία που γυρίστηκε ποτέ. Οπότε η κάθαρση έρχεται μέσα από αυτό, με το να τακτοποιείς τις ζωές σου. Έξω από το σινεμά έχεις μια ζωή να τακτοποιήσεις, είναι αυτή η μία, η άχαρη, η ντετερμινιστική. Μέσα στο σινεμά έχεις να τακτοποιήσεις όλες τις υπόλοιπες: το ταξίδι που δεν έκανες ακόμα, τη δράση που δεν έλαβες ακόμη, το φιλί που δεν πήρες ακόμα ή ενδεχομένως να τα συναντάς στο σινεμά για δεύτερη φορά, αφού τα έχεις συναντήσει στην πραγματική ζωή. Μόνο που αυτό το πράγμα, όταν επαναλαμβάνεται στο σινεμά, είναι πιο πραγματικό και ας το έχεις ζήσει, γιατί είναι πιο πραγματικό για όλους εκεί μέσα. Ξέρεις ξεκίνησα από την ερώτησή σου, που είπες κάθαρση, σκέφτηκα κατευθείαν αρχαία τραγωδία, τι εκπληρώνει μέσα μας το κλάμα στη τραγωδία… Κάποτε μιλούσα με τον Lars von Trier, μου έλεγε ότι το Χορεύοντας στο Σκοτάδι είναι τραγωδία και του έλεγα όχι δεν είναι. Όταν τελειώνει η τραγωδία έρχεται η κάθαρση και νιώθεις καλύτερα, όταν τελειώνει το Χορεύοντας στο Σκοτάδι νιώθεις απαίσια… και το παραδέχτηκε! Αλλά και πάλι, το είδα σε μια γεμάτη αίθουσα και νιώσαμε ΟΛΟΙ χάλια. Αυτό φέρνει τη κάθαρση στο σινεμά, η συλλογικότητα, το ότι για δύο ώρες δεν είσαι μόνος, ζείτε κάτι μαζί. Αυτά με αγγίζουν.
-Έχω να πω πως ως κοπέλα δεν έχω νιώσει περισσότερο ασφαλής τόσο αργά τη νύχτα στην πόλη σε κανένα άλλο μέρος παρά μόνο στις προβολές του Midnight Express. Πόσο σημαντικό είναι για σένα να δημιουργούνται safe spaces για όλους τους ανθρώπους έτσι ώστε να νιώθουμε όλ@ άνετα καθώς μοιραζόμαστε και απολαμβάνουμε τα ενδιαφέροντά μας;
-Δεν ξέρεις πόσο σημαντικό είναι για μένα αυτό που λες. Θα ήθελα να μπορούσα να πω «το ένα φέρνει το άλλο, αποκλείεται να μην ήταν safe space το Midnight Express, μόνο γαμάτοι τύποι βγαίνουν δώδεκα το βράδυ από τα σπίτια τους για να δουν John Carpenter», αλλά ίσως κάποια πράγματα να μοιάζουν αυτονόητα στο κεφάλι μου ενώ δεν είναι πια, στην εποχή μας. Στις προβολές στη Ααβόρα έλεγα, τελειώνει η ταινία στις 03:00, όποιος έχει ένα αμάξι και μένει προς τα εκεί ας πει ποιος είναι, γιατί εδώ αυτά τα παιδιά θέλουν να πάνε σπίτια τους –αν θέλει να βοηθήσει. Και έχουν φτιαχτεί παρέες μέσα από αυτή την ιστορία. Εντάξει, εννοείται έχω και το νού μου, παρατηρώ. Δεν έχει χρειαστεί να βάλω χέρι σε άνθρωπο, αλλά αν χρειαστεί δεν έχω πρόβλημα να το κάνω. Πάντως δεν σκάνε φασαίοι στο Midnight Express –ευτυχώς όχι ακόμα.
-Κλείνοντας, θα ήθελα να μας πεις κάποιες ταινίες που ξεχωρίζεις και που πάντοτε θα πρότεινες.
-Η αγαπημένη μου ταινία είναι πότε το Οι Εντιμότατοι Φίλοι Μου του Mario Monicelli και πότε το Runaway Train του Andrei Konchalovsky. Κατά τη γνώμη μου, η καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ είναι το Spirit of the Beehive του Victor Erice. Τώρα αγαπημένες ταινίες είναι σίγουρα το All That Jazz του Bob Fosse, το Peeping Tom του Michael Powell, το Suspiria, το Inferno, το Tenebrae του Dario Argento, το Lawn Dogs του John Duigan, μια σχετικά άγνωστη ταινία των 90s, δεν υπάρχει ούτε σε blu-ray, σιγουρα το Der Todesking του Jörg Buttgereit. Μια ταινία που θέλω πάρα πολύ να παίξω στο Midnight, είναι σίγουρα Οι Απόντες του Νίκου Γραμματικού, Οι Απέναντι του Γιώργου Πανουσόπουλου, το The Devils του Ken Russell και σίγουρα όλος ο Ιταλικός Νεορεαλισμός.
Θα μπορούσα να είχα γράψει άπειρες σελίδες με όλα αυτά που συζητήσαμε. Όμως θα ήθελα να αποχαιρετήσω τους αναγνώστες μου με ένα κομμάτι της συνέντευξης που με κοκκάλωσε:
«Ο Ιταλικός Νεορεαλισμός είναι κάτι που αποτελεί παράδειγμα ζωής για μένα∙ όταν τελειώνει ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Ιταλοί είναι οι συνεργάτες των ναζί, σωστά; Κανένας δε σκέφτεται τους Ιταλούς έτσι σήμερα! Και γιατί; Επειδή οι Ιταλοί ένιωσαν την ανάγκη να «μιλήσουν» στον κόσμο αμέσως μετά την ήττα τους – και έτσι δημιούργησαν τον Ιταλικό Νεορεαλισμό. Μέσα από αυτό, το σινεμά άλλαξαν τη ματιά ολόκληρης της ανθρωπότητας απέναντί τους. Καμία άλλη τέχνη δεν έχει καταφέρει κάτι τέτοιο, ποτέ σε ολόκληρη την ιστορία των Τεχνών. Αυτή είναι η δύναμη του σινεμά. Μπορεί να αλλάξει τη ματιά ενός πλανήτη απέναντι σε ένα έθνος –ακόμη και αν αυτό συνεργάστηκε με τους ναζί. Η Γερμανία δεν το έκανε, άργησε πάρα πολύ, τόσο που στη συνείδηση του κόσμου δεν ήταν πλέον ξεκάθαρο αν ντράπηκε για το γεγονός του Πολέμου ή για την ήττα της –και το διατυπώνω έτσι καθώς αυτό είναι επί της ουσίας το ερώτημα που απασχόλησε, εκεί στα ‘70s, την Margarethe von Trotta και τον Rainer Werner Fassbinder. Μόνο τότε πρωτακούστηκε κάτι σαν απόηχος του τραύματος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Γιατί αργήσαμε τόσο;» μοιάζουν να λένε αυτές οι ταινίες! Ε άλλη θα ήταν η ματιά της ανθρωπότητας απέναντι στη Γερμανία, αν είχε μιλήσει κι εκείνη με το σινεμά της τότε. Το σινεμά καθαρίζει για αυτά στην ώρα τους…»
Το σινεμά καθαρίζει την ψυχή μας και ντύνει με χρώματα τα βράδια μας.. Να στηρίζετε τα σινεμά, να βλέπετε ταινίες καλές, κακές, θλιβερές, χαρούμενες ή αστείες, να τις αφήνετε να σας αγγίξουν, να σας κάνουν να κλάψετε να γελάσετε, να τις μοιράζεστε. Η Ίριδα μπορεί να έφυγε και να μας άφησε για λίγο στο σκοτάδι. Ας βρούμε λοιπόν το χαμένο φως μπροστά από μια μεγάλη οθόνη.
Ευχαριστούμε τον Άκη Καπράνο για την παραχώρηση της συνέντευξης. Οι φωτογραφίες είναι της Γιάννας Φώτου, επίσημης φωτογράφου του Midnight Express.