Παρασκευή 13 Μαρτίου και ανακοινώνεται το κλείσιμο των χώρων εστίασης και των εμπορικών καταστημάτων, με σκοπό τον περιορισμό της διασποράς του κορονοϊού. Η συνέχεια γνωστή σε όλους μας. Πολλοί συμπολίτες μας εξέλαβαν τον αυτοπεριορισμό σαν τιμωρία που δε σκόπευαν να ανεχθούν και, ως εκ θαύματος, τα πάρκα και οι πλατείες, που μέχρι πρότινος ερήμωναν, γέμισαν πολυμελείς παρέες κάθε ηλικίας, που απολάμβαναν τον ήλιο, κάνοντας πικνίκ. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η αντίδρασή μου ήταν να εξοργιστώ με την ανευθυνότητα ορισμένων, που αδυνατούσαν να αναλάβουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για χάρη του κοινού καλού. Στην πορεία όμως, ούσα περιορισμένη στο σπίτι μου και αποκλεισμένη από αγαπημένα μου πρόσωπα και δραστηριότητες που συνήθιζα να κάνω, ήρθα αντιμέτωπη με τη… σκληρή αλήθεια της καραντίνας: σε έναν μεγάλο βαθμό, δεν ήταν το ανυπότακτο μεσογειακό ταμπεραμέντο αυτό που υπερίσχυσε και ξεχύθηκαν οι άνθρωποι στις πλατείες παρά τον δημόσιο κίνδυνο. Πρωτίστως ήταν μια έσχατη προσπάθεια να αποφύγουν έστω και την τελευταία στιγμή αυτό που για πολλούς φάνταζε τρομακτικό, το να περάσουν χρόνο με τον ίδιο τους τον εαυτό.
Βαδίζοντας στον 21ο αιώνα, μπορούμε να μιλάμε πια με σιγουριά για την ανάδυση ενός νέου τύπου ανθρώπου, που τον χαρακτηρίζουν οι παραδοξότητες. Πρόκειται για έναν άνθρωπο περικυκλωμένο από πληροφορία, που ενημερώνεται σε συνεχή βάση και συνάμα είναι έμπλεος ανυπόστατων γεγονότων, συμμετέχει και είναι μόνος, συνδιαλέγεται και παραμένει σιωπηλός. Διατρανώνουμε την ανάγκη και την επιθυμία μας να γνωρίζουμε νέα άτομα, διψάμε να ανακαλύπτουμε τους άλλους, να βρούμε το κλειδί που θα μας ανοίξει την πόρτα στις μύχιες σκέψεις τους, τις ανασφάλειες, τις αγωνίες, τους φόβους τους. Δηλώνουμε μάλιστα διατεθειμένοι να είμαστε παρόντες και αρωγοί στην προσπάθειά τους να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες της καθημερινότητας. Όταν, όμως, πρόκειται για εμάς τους ίδιους, η πίστη μας στην επίτευξη της πολυπόθητης αυτογνωσίας χωλαίνει κι η εξερεύνηση του εαυτού παύει να αντιμετωπίζεται με τον ίδιο ενθουσιώδη τρόπο. Φτάσαμε να γνωρίζουμε τους άλλους καλύτερα από τον εαυτό μας, να προβλέπουμε με ευκολία τις κινήσεις τους και να τους συμβουλεύουμε σε κρίσιμες στιγμές τους, ενώ την ίδια στιγμή είμαστε διανοητικά ανάπηροι όσον αφορά στην ιδιωτική μας σφαίρα κι αδυνατούμε να λάβουμε προσωπικές αποφάσεις. Το «άγνωστο», πέρα από τη γοητεία που ανέκαθεν ασκούσε, προκαλεί πάντα και τρόμο και, δεδομένου ότι ο Εαυτός εκλαμβάνεται πλέον ως ξένος, δεν είναι αξιοπερίεργο που ορισμένοι παρέκαμψαν τις γενικές οδηγίες και επεδίωξαν τη συντροφιά των οικείων τους.
Η δυσκολία μας, όμως, να τηρήσουμε τον αυτοπεριορισμό μαρτυρά και μία άλλη σκληρή αλήθεια, που δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε· την απίσχνανση της έννοιας του «ανήκειν». Η ατομικότητα και ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός έχουν διεισδύσει για τα καλά στο συλλογικό φαντασιακή, με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβανόμαστε εαυτούς ως μονάδες ενός ευρύτερου οικοδομήματος. Ξεχνάμε πως κάθε πράξη μας έχει κοινωνικό αντίκτυπο και, αντί να χειραφετηθούμε όλοι μαζί, προσπαθούμε να χειραφετηθούμε ο ένας από τον άλλον. Περιβεβλημένοι το νομιμοποιητικό ένδυμα μιας απόλυτης παραίτησης και ορκιζόμενοι στο όνομα μιας δήθεν ανεξαρτησίας, αποσυνδέουμε τη δράση μας από το κοινωνικό πλαίσιο και το οποιοδήποτε πρόβλημα ανακύψει αντιμετωπίζεται ως ατομικό ζήτημα, που δεν επηρεάζει κανέναν άλλον.
Αναμφισβήτητα το διάστημα της καραντίνας ήταν απαιτητικό. Ήταν όμως και (άλλη) μία αφορμή να μάθουμε. Να μάθουμε να μη φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τις σκέψεις μας, να μη διστάζουμε να προσπαθούμε να μας ανακαλύψουμε. Να μάθουμε το ηθικό βάρος που φέρει η προσωπική ευθύνη. Να συνειδητοποιήσουμε επιτέλους ότι οι κοινωνίες παράγουν ένα νέο cogito: σε νοιάζομαι, άρα υπάρχω – και άρα υπάρχει και υφίσταται και το κοινωνικό σύνολο. Γιατί ο Άλλος είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού και, αν αυτός αντιμετωπίζεται ως ανάξιος προστασίας και περιφρούρησης, τότε η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει και για εμάς. Πολλές φορές, για να δείξουμε το μέγεθος της αγάπης μας για έναν άνθρωπο, λέμε εμφατικά πως θα μπορούσαμε ακόμη και να πεθάνουμε για χάρη του. Εγώ νομίζω πως το μεγάλο ζητούμενο είναι να θέλουμε να ζήσουμε με αυτόν τον άνθρωπο και σε μια εποχή που η έννοια του κοινωνικού συνόλου τείνει να αποτελεί ένα κενό ρητορικό σχήμα, η ανάγκη για συν-ύπαρξη αναδύεται πιο επίκαιρη από ποτέ.