Η τηλεκπαίδευση συνιστά θέμα συζήτησης εδώ και πολλές δεκαετίες χωρίς, ωστόσο, να έχουν σημειωθεί σημαντικά βήματα προς την υλοποίηση της, κυρίως επειδή η υιοθέτηση του συγκεκριμένου μοντέλου θα επέφερε πρωτόγνωρες αλλαγές στην εκπαίδευση και στην κοινωνία εν γένει. Η πανδημία, ωστόσο, μας ανάγκασε να προσαρμοστούμε εν μια νυκτί σε μια νέα πραγματικότητα, η οποία υπό διαφορετικές συνθήκες θα καθυστερούσε αρκετά χρόνια.
Πριν προλάβουμε όλοι να συνειδητοποιήσουμε τις αλλαγές που θα ερχόντουσαν, είχαμε ήδη κατεβάσει το πρόγραμμα τηλεδιασκέψεων στον υπολογιστή μας και παρακολουθούσαμε τον κάποτε αυστηρό καθηγητή μας από την άνεση του κρεβατιού μας, χωρίς να μιλάμε με τον διπλανό μας και χωρίς να χρειάζεται να διανύσουμε χιλιόμετρα για να βρεθούμε στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου. Θα ήταν παράλογο αν αφήναμε να εννοηθεί ότι όλα συνέβησαν αβίαστα και χωρίς προβλήματα. Όλοι δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν το γεγονός ότι μια οθόνη αντικαθιστά τον μαυροπίνακα και ένα μικρό κουτάκι στο πάνω μέρος της οθόνης συνοψίζει ολόκληρη την έννοια «μαθητής».
Ξεπεράσαμε, ωστόσο, τις αμφιβολίες και αφήνοντας πίσω όσα γνωρίζαμε προσαρμοστήκαμε όλοι μαζί στις ανάγκες της τηλεκπαίδευσης. Μαθητές, καθηγητές και γονείς έδειξαν πρωτοφανή θέληση να συμμετάσχουν σε ένα πείραμα, με μοναδικό στόχο την διατήρηση της δυνατότητας πρόσβασης στην εκπαίδευση. Και αν με ρωτάτε, το πείραμα αυτό πέτυχε. Όχι επειδή παρακολουθήσαμε μερικά μαθήματα με την βοήθεια της τεχνολογίας αλλά κυρίως επειδή αποδείξαμε ότι η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί και οφείλει να είναι παρούσα κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, διασφαλίζοντας την εξέλιξη κάθε κοινωνίας.
Η τηλεκπαίδευση σαφώς και διαθέτει τόσο θετικά όσο και αρνητικά στοιχεία. Στα θετικά συγκαταλέγονται η εύκολη πρόσβαση και η ευελιξία που παρέχει σε μαθητές και εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και μια εναλλακτική πιο ατομική προσέγγιση, η οποία δυνητικά εξοπλίζει τον μαθητή με αυτονομία και εμβάθυνση στην γνώση. Από την άλλη μεριά, η τηλεκπαίδευση είναι εξ ορισμού μια απόμακρη διαδικασία που στερείται φυσικής παρουσίας και επαφής μεταξύ των συμμετεχόντων, με πιθανές αρνητικές συνέπειες στην διεξαγωγή της διαδικασίας. Άλλωστε, προκειμένου η εξ αποστάσεως διδασκαλία να χαρακτηρίζεται εύρυθμη, θα πρέπει να έχει διασφαλιστεί η ίση πρόσβαση όλων στα τεχνολογικά μέσα, χωρίς γεωγραφικές και κοινωνικές διακρίσεις, οι οποίες ίσως στερήσουν την εμπειρία της τηλεκπαίδευσης από άτομα σε απομακρυσμένες περιοχές, με οικονομικές δυσκολίες ή ειδικές ανάγκες.
Όταν η πανδημία περάσει θα επιστρέψουμε στις αίθουσες και στο δια ζώσης μάθημα που γνωρίζουμε. Οι μήνες, ωστόσο, της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης θα έχουν αφήσει το στίγμα τους. Σίγουρα, θα είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία και θα χρησιμοποιούμε περισσότερο όλα αυτά τα μέσα που διευκολύνουν την καθημερινότητά μας, χωρίς να τα θεωρούμε ξένα και απόμακρα. Ακόμη, θα εκτιμήσουμε περισσότερο την εκπαίδευση ως αγαθό και δεν θα την αντιμετωπίζουμε σαν ως δεδομένη πολυτέλεια και το σημαντικότερο είναι πως θα αναθεωρήσουμε ορισμένους αρχικούς δισταγμούς μας για την μετατόπιση προς ένα μοντέλο ασύγχρονης εκπαίδευσης συντομότερα από ότι ενδεχομένως αρχικά υπολογίζαμε.
Αξίζει να σκεφτούμε πως οι επόμενες γενιές μαθητών είναι πολύ πιθανό να ξεκινήσουν την εκπαίδευση τους σε ένα περιβάλλον που δεν θα θυμίζει σε τίποτα την τάξη που σήμερα γνωρίζουμε. Και αν σε εμάς φαίνεται ως μια απλή διευκόλυνση, στο μέλλον θα είναι η μόνη συνθήκη που θα έχουν την δυνατότητα να γνωρίσουν οι μαθητές. Επειδή, όμως, το σχολείο και το πανεπιστήμιο είναι εκτός από χώροι μάθησης και χώροι κοινωνικοποίησης, πρέπει-ως κοινωνία- να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με την εφαρμογή του συγκεκριμένου πειράματος στην πραγματικότητα.
Η τηλεκπαίδευση, λοιπόν, έγινε πράξη μετά από αρκετά χρόνια θεωρητικών προσεγγίσεων και η εφαρμογή της παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον τόσο από την πλευρά του μαθητή όσο και του καθηγητή. Ας εκμεταλλευτούμε, λοιπόν, την δοκιμαστική αυτή περίοδο για να ανακαλύψουμε τα θετικά σημεία της και να βελτιώσουμε, έτσι, την εκπαιδευτική διαδικασία σε παγκόσμιο επίπεδο.