Ζούμε στη χώρα των παραδοξοτήτων κι αυτό είναι αναμφισβήτητο. Εκφράζουμε – συχνά με αδικαιολόγητο κομπασμό – την πολιτισμική μας υπεροχή έναντι των υπολοίπων χωρών της Ευρώπης και όχι μόνο. «Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί σκαρφάλωναν στα δέντρα» λένε φωνές που ζουν ανάμεσά μας – άγνωστο, βέβαια, το κατά πόσον οι… υπέρμαχοι αυτοί της τέχνης και της πολιτισμικής μας κληρονομιάς έχουν έστω ακουστά τα ονόματα του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Επιλέγουμε να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως άξιοι συνεχιστές της πρότερης αυτής παράδοσής μας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει κι ότι είμαστε όντως γνώστες και υποστηρικτές αυτής της μορφής τέχνης που αναπτύχθηκε. Πρόσφατη απόδειξη αυτής της ασυνέπειας λόγων και έργων η εθελοτυφλία της κυβέρνησης – και κατ’ επέκταση της κοινωνίας – για τους ανθρώπους που υπηρετούν στον χώρο της τέχνης και που για τους επόμενους μήνες δε θα καταφέρουν να εργαστούν καθόλου ή έστω όχι υπό τους μέχρι πρότινος ισχύοντες όρους.
Ήδη από την αρχή της περιπέτειάς μας με την πανδημία υπήρξαν εξαγγελίες για κρατική μέριμνα προς όλες τις πληττόμενες ομάδες, απ’ τις οποίες βέβαια φαίνεται να απουσίαζαν οι καλλιτέχνες. Και αργότερα, όμως, όταν γινόταν λόγος για το χρονοδιάγραμμα επιστροφής στην κανονικότητα, δεν υπήρξε καμία σαφής πρόβλεψη για την επαναλειτουργία των καλλιτεχνικών χώρων, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι στον εν λόγω τομέα να βιώνουν μία καθημερινή αβεβαιότητα. Με λίγα λόγια, δηλαδή, όλοι καταφύγαμε σε κάθε μορφής τέχνη, για να διαχειριστούμε τον εγκλεισμό μας, απολαύσαμε καλλιτέχνες σε εξ αποστάσεως live τους και ταυτόχρονα συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η εργασία στον τομέα της τέχνης δεν είναι εργασία. Σε ένα κράτος που επαίρεται για την πολιτισμική παράδοσή του, τα στερεότυπα που αφορούν στην εργασία καλά κρατούν και οι καλλιτέχνες συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται ως επαίτες ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως χομπίστες.
Έχουμε καθιερώσει τον εορτασμό διαφόρων παγκοσμίων ημερών που αφορούν στην τέχνη. Πρόσφατα, μάλιστα, την 21η Μαΐου, γιορτάσαμε την παγκόσμια ημέρα πολιτισμού, ξεχάσαμε ωστόσο ότι η τέχνη δεν είναι κάτι αυτοφυές, υπάρχουν άνθρωποι που, κυριολεκτικά, την υπηρετούν. Και κάπου εκεί γεννήθηκε το #supportartworkers. Για τη διεκδίκηση των αυτονόητων. Για να δώσουν οι άνθρωποι που για την Πολιτεία είναι συνεχώς αόρατοι ένα εκκωφαντικό «παρών» στα όσα διαδραματίζονται. Για να μας θυμίσουν ότι η υγειονομική κρίση που βιώσαμε και συνεχίζουμε να βιώνουμε ήταν απλώς η αφορμή, διότι τα προβλήματα υπάρχουν εδώ και δεκαετίες, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται να δώσει άμεσες λύσεις. Και φυσικά να διευκρινίσουμε ότι «art workers» είναι και οι «αφανείς ήρωες», οι άνθρωποι πίσω από τα φώτα της σκηνής και τη λάμψη της έκθεσης. Είναι και οι τεχνικοί, χάρη στους οποίους φτάνει άρτιο σε εμάς το εκάστοτε καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Φαίνεται, δυστυχώς, πως δεν έχουμε διανύσει ακόμη τα απαραίτητα χιλιόμετρα απενοχοποίησης κάποιων τομέων εργασίας και συνεχίζουμε να αναγνωρίζουμε συγκεκριμένα επαγγέλματα ως εργασίες κύρους, εις βάρος άλλων. Αναντίρρητα οι επιστήμες είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όταν, όμως, ατενίζουμε το φεγγάρι, δε μας έρχεται στον νου η εικόνα της σελήνης με την καρφωμένη αμερικανική σημαία, αλλά το φεγγάρι του Σεφέρη και του Λόρκα. Κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, υπήρχαν σύμβολα που ονομάζονταν «memento mori» και θύμιζαν στους ανθρώπους την παροδικότητα της ζωής και το αναπόδραστο του θανάτου. Και, αν η ιδέα του θανάτου ήταν επιτατικά παρούσα το διάστημα που προηγήθηκε, η τέχνη – σε όλες της τις εκφάνσεις – ήταν και παραμένει ένα ηχηρό memento vivere.