Φαίνεται, ίσως, οξύμωρο ή και υπερβολικό να μιλάει κανείς για τέχνη σε τέτοιους καιρούς όπου η ηθική χαλάρωση, η οικονομική εξαθλίωση και οι κοινωνικές ανισότητες έχουν φτάσει σε επίπεδα άνευ προηγουμένου. Οι φοιτητές στο πολυτεχνείο βροντοφώναζαν «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» και πουθενά δεν γινόταν ούτε και γίνεται λόγος για τέχνη.
Φυσικά, πολλοί μπορεί να εκφράσουν την τετριμμένη άποψη πως η τέχνη είναι μόνο για χορτασμένα στομάχια και ανθρώπους χωρίς προβλήματα, καθιστώντας κάθε καλλιτεχνική έκφραση προαιρετική πολυτέλεια. Θεωρώ, όμως, πως το αίτημα για τέχνη είναι τώρα πιο επιτακτικό από ποτέ άλλοτε, ακριβώς λόγω των δύσκολων συνθηκών που βιώνουμε.
Η εμφάνιση της τέχνης συμπίπτει με την εμφάνιση του ανθρώπου πάνω στη γη. Από την παλαιολιθική εποχή μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει κομμάτι της ιστορίας του ανθρώπου από το οποίο να απουσιάζει η τέχνη. Σε εποχές που ο άνθρωπος έπρεπε να κυνηγάει για να έχει φαγητό, που το προσδόκιμο ζωής ήταν ελάχιστο λόγω επιδημιών και φρικτών πολέμων, σε φυλές που μαστίζονταν από το ρατσισμό και τις διακρίσεις, όπου και όποτε αλλού μπορεί κανείς να φανταστεί, ο άνθρωπος πάντα ξέκλεβε λίγο χρόνο για να ζωγραφίσει κάτι στον τοίχο της σπηλιάς του, για να κατασκευάσει έναν χρηστικό αλλά ταυτόχρονα όμορφο αμφορέα, για να συνθέσει κάποιο τραγούδι ή για να διαβάσει κάποιο βιβλίο. Επομένως, η τέχνη δεν ήταν ποτέ μια ελιτίστικη πολυτέλεια, μα αποτελούσε και αποτελεί θεμελιώδη ανάγκη του ανθρώπου, σχεδόν σαν τον αέρα που αναπνέει και το νερό που πίνει.
Και η πολιτική; Αν όλα είναι πολιτική πώς ακριβώς η τέχνη με όλα τα οφέλη της και το αίτημα για πρόσβαση σε αυτήν συνδέεται μαζί της; Η επαφή που έχει ο καθένας με τις τέχνες έχει χαρακτήρα καθαρά πολιτικό, καθώς σχετίζεται με την κοινωνική βαθμίδα. Κατά κανόνα οι άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος και μορφωτικού επιπέδου είναι εκείνοι που δεν
διαθέτουν επαρκή καλλιτεχνική παιδεία, δεν έρχονται συχνά σε επαφή με ποιοτικά έργα τέχνης και δεν επιζητούν αυτή την επαφή.
Οδηγείται, λοιπόν, κανείς εύκολα στο συμπέρασμα πως οι κοινωνικές διαφορές και ανισότητες είναι εκείνες που περιορίζουν την πρόσβαση των ανθρώπων στην τέχνη και επομένως το πολύ συχνό πολιτικό αίτημα της εξάλειψης των ανισοτήτων εναντίον των αδυνάμων είναι κατά βάθος και καλλιτεχνικό αίτημα.
Κάπου εδώ πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα «αν δεν ζητείται η τέχνη γιατί να τη δώσουμε στο λαό;». Η τέχνη υπάρχει παντού γύρω μας και τη βιώνουμε όλο το εικοσιτετράωρο. Περπατάμε, αναπνέουμε και έχουμε μια καρδιά που χτυπάει με ρυθμό, έχουμε καλαίσθητα διακοσμητικά στο σπίτι μας, φοράμε καλόγουστα ρούχα, χορεύουμε τα βράδια με τους φίλους μας και βλέπουμε ταινίες στην τηλεόραση. Ίσως αυτή η συνεχής ύπαρξη της τέχνης να μας κάνει να τη θεωρούμε δεδομένη, να μην την επιζητούμε και να βάζουμε έναν μεγαλύτερο μισθό πιο πάνω από την ικανοποίηση των αισθητικών μας αναγκών. Αν φανταστούμε τη μέρα μας ως φτωχοί άνθρωποι που δεν έχουν καμία επαφή με την τέχνη τι είναι αυτό που θα μας πειράξει περισσότερο, η έλλειψη καλού κρέατος στο τραπέζι ή η ασχήμια γύρω μας και η παντελής έλλειψη μουσικής; Και αν όσα μας περιτριγυρίζουν
είναι γκρίζα και τα ρούχα μας άσχημα, πόση όρεξη θα έχουμε για να κάνουμε οποιαδήποτε δραστηριότητα; Θα έχουμε ικανοποιητική απόδοση στη δουλειά μας; Μήπως και η μείωση της παραγωγικότητας λόγω ανικανοποίητων αισθητικών αναγκών έχει τελικά πολιτικές
διαστάσεις;
Τελικά, το αίτημα «ποιοτική τέχνη για όλους» πρέπει να γράφεται με όμορφα γράμματα και ζωηρά χρώματα στα πλακάτ των διαδηλωτών, για να πετύχουμε τόσο την ατομική μας ολοκλήρωση και βελτίωση, όσο και την ευημερία του κοινωνικού συνόλου. Στο κάτω κάτω και στις διαδηλώσεις οι συμμετέχοντες τραγουδάνε αγωνιστικά τραγούδια και φωνάζουν ρυθμικά τα συνθήματά τους.